Επιστημονικά άρθρα
Επιστημονικά άρθρα
Κατερίνα Μάτσα: Η ανθρωπιστική υποκρισία των Χώρων Εποπτευόμενης Χρήσης Ναρκωτικών
ΚΠ "ΠΝΟΗ" 10.4.2019
του Δημήτρη Καλαντζή
Η κυρία Κατερίνα Μάτσα έχει συνδέσει το όνομά της με την απεξάρτηση στην Ελλάδα.Πάνε τέσσερις δεκαετίες πια που εργάζεται άοκνα και αθόρυβα αλλά με απίστευτο πάθος, προσωπική αυταπάρνηση και ιεραποστολική αφοσίωση για να βγάλει νέους και μεγαλύτερους τοξικοεξαρτημένους από την κόλαση των ουσιών στην πραγματική ζωή. Ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80 με το περίπτερο του «18 ΑΝΩ» στο Δαφνί, ανοίγοντας μία μικρή χαραμάδα ελπίδας για ανθρώπους που θεωρούνταν «τελειωμένοι», για να σχηματίσει στη συνέχεια μία αλυσίδα ζωής που έσπασε τα δεσμά της εξάρτησης για δεκάδες – ίσως και χιλιάδες – ανθρώπους. Μακριά από θολές ΜΚΟ που χρηματοδοτούνται από φαρμακευτικές εταιρίες, μακριά από λαμπερά συνέδρια που προσπαθούν να δημιουργήσουν «τάσεις» και παγκόσμιες «μόδες» στην αντιμετώπιση των εξαρτήσεων, συνάντησα την κυρία Μάτσα στο ταπεινό (αλλά τόσο σπουδαίο) «Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης Πατησίων – Αχαρνών» στην οδό Κύπρου, όπου παρέχει (δωρεάν) ψυχιατρική συμβουλευτική σε νέους, μεγαλύτερους, ντόπιους, αλλοδαπούς, σε κάθε άνθρωπο αδιακρίτως που το έχει ανάγκη. Θέμα της συζήτησης; Οι Χώροι Εποπτευόμενης Χρήσης Ναρκωτικών.
Κυρία Μάτσα, απέτυχαν τα προγράμματα απεξάρτησης; Γι αυτό και συμβιβαζόμαστε με τα ναρκωτικά, δημιουργώντας Χώρους Εποπτευόμενης Χρήσης Ναρκωτικών;
Σε καμία περίπτωση δεν έχουν αποτύχει τα προγράμματα απεξάρτησης. Τα αποτελέσματα των στεγνών προγραμμάτων απεξάρτησης είναι καταπληκτικά! Κανείς όμως δεν μιλάει γι αυτά. Γιατί; Διότι σήμερα, λόγω των μνημονιακών πολιτικών, τα προγράμματα είναι υποστελεχωμένα και δεν μπορούν να καλύψουν τις πραγματικές ανάγκες. Το πρόβλημα των ναρκωτικών έχει πάρει φοβερή έκταση, αλλά προτιμούν να το κρύβουν κάτω από το χαλί…
Θα επιμείνω στο ερώτημα μου: τα προγράμματα απεξάρτησης είναι αποτελεσματικά; Υπάρχουν άνθρωποι που καταφέρνουν να βγουν από τον φαύλο κύκλο της εξάρτησης;
Μπορώ να σας το πω με απόλυτη βεβαιότητα: από τα στεγνά προγράμματα απεξάρτησης δεν σταματά μόνο η εξάρτηση, αλλά βγαίνουν καλύτεροι άνθρωποι, πολύ πιο δημιουργικοί, που πραγματικά χαίρεσαι να τους συναναστρέφεσαι γιατί έχουν δουλέψει πάρα πολλά πράγματα στον εαυτό τους και μπορούν πια να σε κοιτούν στα μάτια, να έχουν άποψη, να εκφράζονται και να μπορούν να αντιπαρατεθούν με ό,τι παθολογικό υπάρχει γύρω τους…
Η αλήθεια είναι ότι το ερώτημά μου ήταν προβοκατόρικο. Γνωρίζω προσωπικά παιδιά που έχουν φύγει από τα ναρκωτικά και είναι εξαιρετικά δομημένες προσωπικότητες, πιο «δουλεμένα» με τους εαυτούς τους από πολλά παιδιά που δεν είχαν ποτέ σχέση με ναρκωτικά.
Είναι έτσι ακριβώς όπως τα λέτε, γιατί στα προγράμματα απεξάρτησης συγκροτείται η σκέψη, τα παιδιά μαθαίνουν να αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους και να ελέγχουν τις καταστάσεις γύρω τους. Δουλεύουν πολύ και μαθαίνουν τον τρόπο να δουλεύουν.
Γιατί λοιπόν δεν γεμίζουν τα κέντρα απεξάρτησης, αντί να φτιάχνονται χώροι συνέχισης της εξάρτησης;
Διότι λείπουν πολύ βασικά πράγματα για να γίνουν ελκυστικότερα τα προγράμματα απεξάρτησης στους εξαρτημένους. Πρώτο και βασικότερο είναι ότι λείπουν οι Μονάδες Σωματικής Αποτοξίνωσης. Ο άνθρωπος που είναι εξαρτημένος στην πιάτσα, που συνήθως είναι άστεγος και ενδεχομένως είναι όλα διαλυμένα στη ζωή του, δεν έχει το κουράγιο και τις αντοχές να περάσει τη «στερητική φάση» στο πεζοδρόμιο. Η στέρηση είναι σαν μία κοτρώνα που του φράζει τα βήματα για την απεξάρτηση.
Δεν υπάρχουν μονάδες σωματικής αποτοξίνωσης;
Αν υπήρχαν, θα έφερναν δεκάδες παιδιά από την πιάτσα στα προγράμματα απεξάρτησης. Αν δηλαδή, εξασφάλιζε το κράτος στα παιδιά ότι θα περνούσαν τα στερητικά τους, όχι στον δρόμο, αλλά σε μία δομή με φροντίδα, θα έφευγε πολύς κόσμος από τις πιάτσες. Αυτή τη στιγμή όπως υπάρχει μόνο μία τέτοια μονάδα στη Θεσσαλονίκη και αυτή, όπως είναι φυσικό, με μία τεράστια λίστα αναμονής…
Άλλος ανασταλτικός παράγοντας για την απεξάρτηση;
Είναι βέβαια η κοινωνική επανένταξη. Να μπορούν αυτά τα παιδιά, τελειώνοντας ένα πρόγραμμα, να έχουν μία δουλειά και όχι να μοιράζουν φυλλάδια ή να εξαρτώνται από τους γονείς τους για να ζήσουν με αξιοπρέπεια.
Εδώ υπάρχει ο κίνδυνος των υποτροπών…
Οι υποτροπές δεν πέφτουν από τον ουρανό. Οι υποτροπές είναι αποτέλεσμα των δυσκολιών που συναντούν αυτά τα παιδιά μετά, αφού έχουν κάνει τις αλλαγές στον εαυτό τους, αφού έχουν πορευτεί δύο χρόνια, ας πούμε, καθαροί. Εάν συναντήσουν και πάλι σκοτάδι, εάν δεν έχουν δουλειά, εάν έχουν να αντιμετωπίσουν φυλακές για το παρελθόν τους…
Έχετε δώσει μεγάλο προσωπικό αγώνα για να μην φυλακίζονται παιδιά που είναι πια απεξαρτημένα…
Είδα τώρα στην αλλαγή του Ποινικού Κώδικα ότι εάν η ποινή είναι πάνω από τρία χρόνια, δεν δίνεται αναστολή. Ξέρετε πόσα παιδιά κινδυνεύουν να ξανακυλήσουν, εάν μπουν στη φυλακή, όσο αγώνα κι αν έχουν κάνει;
Και δυστυχώς οι φυλακές είναι ο παράδεισος των ναρκωτικών…
Οι φυλακές είναι οι μεγαλύτερες πιάτσες ναρκωτικών της χώρας. Υπάρχει η προσφορά και υπάρχει και η ζήτηση, αφού μέσα σε ένα ασφυκτικό χώρο με υπερπληθυσμό κρατουμένων, δημιουργούνται αφόρητα πιεστικές συνθήκες που οδηγούν ακόμα και σε ψυχικές διαταραχές.
Η κυρίαρχη αντίληψη είναι ότι η τοξικοεξάρτηση είναι περίπου σαν μία χρόνια ασθένεια…
Είναι μία αντίληψη που θέλει να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι «αφού είναι μία αρρώστια, χρειάζεται ένα φάρμακο για να αντιμετωπιστεί». Έτσι περνάμε στην πολιτική που λέει «απλά να μην πεθαίνουν. Ας τους δώσουμε λοιπόν ένα υποκατάστατο και ας ζήσουν με την εξάρτησή τους». Αυτή είναι η λεγόμενη πολιτική της «μείωσης της βλάβης». Αντιμετωπίζει δηλαδή αυτόν τον πληθυσμό σαν να μην μπορεί να απεξαρτηθεί, φροντίζοντας μόνο να μην πάθει overdose και να μην πάρει τον ιό του Aids. Aυτή η αντίληψη είναι λάθος. Μπορεί να εμφανίζεται ως μία ανθρωπιστική στάση απέναντι σε ένα πρόβλημα, αλλά στην πραγματικότητα δεν λύνει κανένα πρόβλημα.
Δεν είναι αποτελεσματική τουλάχιστον στο θέμα των θανάτων από υπερβολική δόση;
Το πρόβλημα που υπάρχει σήμερα στον χώρο των ναρκωτικών είναι η πολυτοξικομανία, δηλαδή η παράλληλη χρήση πολλών ναρκωτικών. Μία τελευταία έρευνα που έγινε στην Ελλάδα και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εξαρτήσεις» του ΚΕΘΕΑ, δείχνει ότι η πλειοψηφία των overdose συμβαίνουν στο σπίτι γιατί η πλειοψηφία των παιδιών μένει πια στην πατρική εστία. Συνδυάζουν ηρωίνη, βενζοδιαζεπίνες, κάνναβη με αλκοόλ. Πρόκειται για θανατηφόρο συνδυασμό. Πως θα σταματήσεις αυτά τα overdose με τους Χώρους Επιτηρούμενης Χρήσης, όταν ο πολυεξαρτημένος θα κάνει χρήση πριν πάει στον χώρο ή αφού φύγει με κάποια άλλη ουσία; Εκείνο όμως που είναι ακόμα πιο καταστροφικό είναι ότι περνάει στα ίδια τα παιδιά την αντίληψη ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στα ναρκωτικά. Αυτός είναι ο χώρος σου, ο χώρος των ναρκωτικών, και σε αυτόν θα ζήσεις με κάποια μικρή διαχείριση/επιτήρηση».
Αντί δηλαδή να του δείξεις έναν άλλον δρόμο, εξωραΐζεις την κόλαση…
Πριν από λίγο ήταν εδώ ένα παιδί 17 χρονών. Αυτό το παιδί πραγματικά έχει δυνατότητες να βγει από τις ουσίες στο βαθμό που το ίδιο θα μπει σε μία διαδικασία να δουλέψει κάποια πράγματα με τον εαυτό του και η οικογένεια δουλέψει κάποια πράγματα που γίνονται λάθος. Αν όμως περάσει η αντίληψη σε μικρούς και μεγάλους ότι δεν υπάρχει εναλλακτική στην τοξικοεξάρτηση, τότε αλίμονο! Θα βλέπουμε τους αριθμούς να αυξάνονται συνεχώς.
Έτυχε να ακούσω τον 17χρονο νωρίτερα, όσο περίμενα, να μιλάει με τους γονείς του. Μου φάνηκε ένα πάρα πολύ έξυπνο παιδί…
Είναι πολύ έξυπνα και πολύ χαρισματικά αυτά τα παιδιά…
Γιατί τότε αυτό το έξυπνο παιδί να πέσει στις ουσίες, ενώ ένα άλλο να τις προσπεράσει;
Γιατί το συγκεκριμένο παιδί ήταν ευάλωτο σαν προσωπικότητα. Και ήταν ευάλωτη και η οικογένειά του. Και βάλτε τώρα ένα ευάλωτο παιδί από μία ευάλωτη οικογένεια σε μία ευάλωτη κοινωνία και θα βγάλετε την εξίσωση. Όταν ο ιστός της κοινωνίας έχει διαρραγεί, όταν δεν υπάρχει κοινωνική συνοχή, όταν ο καθένας σκέφτεται τον εαυτό του, όταν δεν βοηθιέται ένα νέο παιδί να διαμορφώσει την αίσθηση ότι μπορεί να στηριχτεί στις δικές του δυνάμεις, τότε δημιουργείται το υπόβαθρο για τις ουσίες. Δεν είναι απαραίτητο να γίνει εξαρτημένο το παιδί με αυτό το υπόβαθρο, αλλά όταν συναντηθούν όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι πιο εύκολο.
Και η πρόληψη; Δεν θα έπρεπε να υπάρχει ένα δίχτυ πρόληψης για να προλαβαίνει το “γλίστρημα”;
Η πρόληψη πάσχει στην Ελλάδα. Ό,τι κάνουν, το κάνουν με φιλοτιμία κάποια κέντρα πρόληψης, αλλά χωρίς έναν κεντρικό σχεδιασμό, μία κεντρική κατεύθυνση. Και ξέρετε, πρόληψη δεν είναι μόνο η ενημέρωση. Πρόληψη είναι ο τρόπος ζωής που επιλέγουν οι γονείς. Είναι τι ορίζοντες ανοίγονται στο παιδί. Πρόληψη δεν είναι να λέμε «μη» και «μη» και «μη»… Όταν λέμε πολλά «μη», έχουμε αντίδραση… Πρόληψη είναι να έχει το παιδί ορίζοντα ανοιχτό, να αισθάνεται ότι έχει μέλλον, να μην πνίγεται στην πραγματικότητα και τις απαγορεύσεις… Πρόληψη είναι η κοινωνία να έχει ανοιχτές αντιλήψεις, να παίρνει τους νέους και να τους δίνει φτερά και όχι να τους φυλακίζει με φόβους. Να δίνει πρότυπα, να ανοίγει δρόμους. Είναι πολύ πιθανό όλα τα παιδιά να συναντηθούν κάποτε με τις ουσίες. Δεν πρόκειται να εξαρτηθούν από αυτές, εάν υπάρχει το πλαίσιο της πρόληψης που θα τους έχει δώσει αυτοπεποίθηση, σιγουριά για τον εαυτό τους, τις βάσεις για να προσπεράσουν τις ουσίες γιατί θα έχουν κάτι πολύ καλύτερο ως στόχο τους. Αυτός είναι ο ρόλος της πρόληψης
Εδώ όμως έχουμε μία σημαντική μεταστροφή της κυρίαρχης αντίληψης. Αντί να εργαζόμαστε για την πρόληψη, αντί να δείχνουμε τον άλλον δρόμο από την εξάρτηση, «νομιμοποιούμε» την εξάρτηση, την αναγνωρίζουμε ως κάτι δεδομένο και μη αναστρέψιμο, φτιάχνοντας Χώρους Εποπτευόμενης Χρήσης Ναρκωτικών…
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτό το μέτρο εισάγεται τώρα, πριν τις εκλογές Εισάγεται ενώ το κράτος γνωρίζει πολύ καλά τις πραγματικές ανάγκες για την απεξάρτηση. Και εισάγεται στο πλαίσιο μίας γενικότερης πολιτικής, η οποία αποβλέπει στο να έχει τον κοινωνικό έλεγχο σε κάθε ευάλωτη κοινωνική ομάδα, τον έλεγχο κάθε «διαφορετικού». Δεν είναι τυχαίο επίσης που όλοι οι υποψήφιοι δήμαρχοι είναι υπέρ του μέτρου…
Μήπως δεν είναι τυχαίο και ότι τώρα έχουν ξεφυτρώσει πολλές ΜΚΟ που «τρέχουν» την προπαγάνδα υπέρ των Χώρων Εποπτευόμενης Χρήσης Ναρκωτικών με χρήματα φαρμακευτικών εταιριών;
Μα όλα πια τα καθορίζουν οι φαρμακευτικές εταιρείες. Και την εκπαίδευση
των γιατρών και την ιατρική έρευνα… Τα πάντα και σε αυτόν τον τομέα.
Αυτή είναι η μεγάλη υποκρισία. Το θεωρώ πραγματικά απαράδεκτο για αυτούς
που σχεδιάζουν την κυβερνητική πολιτική, να αποσιωπούν τον ρόλο των
φαρμακευτικών εταιρειών στην ίδια την τοξικομανία. Πάρτε για παράδειγμα
τις βενζοδιαζεπίνες. Κάνουν θραύση. Βρίσκονται σε κάθε σπίτι και σε όλες
τις πιάτσες. Κανείς δεν το λέει. Και είμαι σίγουρη ότι κάποιες από
αυτές τις εταιρείες που θα χρηματοδοτήσουν το όλο εγχείρημα, παράγουν
βενζοδιαζεπίνες. Θέλουν να αναπαράγεται διαρκώς το πρόβλημα. Υπάρχει μία
πολύ μεγάλη υποκρισία. Και δεν έχει βγει κανένα μάθημα από τον ρόλο των
ΜΚΟ στην ψυχιατρική μεταρρύθμιση, που θάφτηκε από τις στρατηγικές τους,
τον ρόλο των ΜΚΟ στο θέμα του προσφυγικού, που έφαγαν τόσα λεφτά και οι
πρόσφυγες ζουν σε τραγικές συνθήκες… Τώρα το επαναλαμβάνουν… Πιστεύω
ότι είναι μία καταστροφή, μία καταστροφική πολιτική με ΜΚΟ που φυτρώνουν
σαν τα μανιτάρια…
Αναδημοσίευση από ATEXNOS.GR
Φτώχεια, ταξικές ανισότητες και σχολική ζωή
Γράφει η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΖΗΣΗ *
Η ραγδαία υποβάθμιση του υλικού επιπέδου ζωής και η επιδείνωση των αντίξοων αντικειμενικών όρων ύπαρξης για εκτεταμένα τμήματα της κοινωνίας, όπως για τους ανειδίκευτους εργάτες, τους αυτοαπασχολούμενους, και τους μακροχρόνιους από-ενταγμένους της εργασίας ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας που επέβαλαν οι όροι της αγοράς και οι ευρύτερες σχέσεις ισχύος αποτελούν δομικά γνωρίσματα των αλλεπάλληλων κοινωνικών μεταμορφώσεων της χώρας, όπως αυτές εκτυλίσσονται με ιδιαίτερη ένταση την τελευταία δεκαετία. Η απώλεια εισοδήματος, ο φόβος της απόλυσης και της χρεοκοπίας, η φτώχεια και τα εμπόδια ένταξης στον εργασιακό βίο δημιούργησαν συνθήκες υψηλής διακινδύνευσης και τρωτότητας ειδικά για τις ταξικές κατηγορίες που διαθέτουν τα λιγότερα υλικά μέσα βιοπορισμού, διαμένουν σε υποβαθμισμένες περιοχές και είναι εκτεθειμένες σε εργασιακούς κινδύνους και άχθη. Η υλική εξαθλίωση των εργατικών τάξεων σε συνδυασμό με την αποκαθήλωση των συλλογικοτήτων ταξικού αγώνα στη βάση της ταξικής συνείδησης είχε ως συνέπεια την εμφάνιση νέων τύπων μεταγραφών στους τρόπους του κοινωνικού «σκέπτεσθαι» και του «αισθάνεσθαι», όπως και στις εκδηλώσεις του ατομικού και του συλλογικού πράττειν. Η πρόσβαση στη μελέτη των αντικειμενικών μεταβολών στις συνθήκες ζωής των ανθρώπων που είναι φορείς ορισμένων ταξικών θέσεων είναι σχετικά ευθύβολη και τυποποιημένη στο να αποτυπωθεί και να μετρηθεί. Τα ερευνητικά κέντρα της χώρας και άλλοι επίσημοι φορείς, αρχές και παρατηρητήρια τεκμηρίωσης κομίζουν στη δημόσια και πολιτική σφαίρα δείκτες και μεγέθη, προβολές, ποσοτικά αλλά και ποιοτικά ευρήματα για τις βιοτικές συνθήκες των Ελλήνων και Ελληνίδων, την απασχόληση, τη φτώχεια, την ανεργία, την ανάπτυξη, την εκπαίδευση, κ.ο.κ. Παρά τον κίνδυνο της άμβλυνσης της αισθητικότητας που μπορεί να δημιουργήσει η απόσταση μιας ουδέτερης ποσοτικής επαλήθευσης, ορισμένες χρήσεις αυτής είναι όχι μόνο αναγκαίες, αλλά συχνά και διαφωτιστικές.
Η υλική εξαθλίωση, η εργασιακή επισφάλεια, ο φόβος της χρεοκοπίας, η απειλή της δήμευσης, και η από-ένταξη από την παραγωγή και την εργασία που οδήγησαν μεγάλα τμήματα της κοινωνίας στο περιθώριο μιας κοινής όμως ζωής συνοδεύτηκαν από ισχυρά αισθήματα αποστέρησης, αδικίας, ντροπής, ταπείνωσης και φόβου. Τα δεινά της ψυχικής ζωής, οι απαλλοτριώσεις του ιδιωτικού, εσωτερικού βίου εκτονώθηκαν στα πολιτικά προγράμματα των σοσιαλιστικών και των αριστερών κομμάτων από τη Ρουαγιάλ μέχρι τον Τσίπρα που επένδυσαν τις πολιτικές τους εκστρατείες σε μια νέου τύπου ρητορική στραμμένη στα άχθη της συμφοράς αναζητώντας την ανθρωπιστική εδραίωση στην σχέση πολίτη-κράτους. Η στροφή στη γλώσσα της «οδύνης» και οι σχετικές της εκδηλώσεις στα πολιτικά αιτήματα του ΣΥΡΙΖΑ για ανάκτηση της χαμένης «αξιοπρέπειας» και το ζωντάνεμα της «ελπίδας» πέτυχαν να συνδεθούν με τα τοπία της συγκίνησης. Μια σύνδεση στην οποία συνηγόρησαν αρκετά σύγχρονα θεωρητικά και φιλοσοφικά προγράμματα που υπερασπίστηκαν τη ρευστότητα, την ευελιξία του ανοσταχαστικού εκσυγχρονισμού και την απομάκρυνση του σύγχρονου κοινωνικού υποκειμένου από τις παραδοσιακές υπαγωγές της κοινωνικής τάξης, του φύλου και της φυλής. Τα πορτραίτα της ατομικής οδύνης και τα εκτροχιασμένα βιογραφικά πρότυπα μπορεί να είναι εκδηλώσεις μια καθολικής ανθρωπιστικής κρίσης, την ίδια στιγμή όμως αποτελούν- στις διάφορες μεσολαβήσεις του κοινωνικού- φορείς μιας μοναδικής, βιογραφικής εμπειρίας οδύνης. Η πολλότητα εναλλάσσεται της μοναδικότητας στο πολιτικό πρόταγμα της ανθρωπινότητας. Οι νέες μορφές κοινωνικού συν-υπάρχειν συνδέθηκαν την περίοδο της οικονομικής κρίσης με
συλλογικότητες ειδικευμένων ή μη ειδικευμένων επαϊόντων της ατομικής οδύνης δημιουργώντας συναισθηματικές δομές στην επιτέλεση του συλλογικού πράττειν, απομακρυσμένες των ταξικών συλλογικοτήτων και των σωματειακών συνδικάτων.
Η κατάρρευση των παλαιών, παραδοσιακών μορφών πολιτικού εγκοινωνισμού που συνοδεύτηκαν από νέους τύπους ελαστικής, χαμηλά αμειβόμενης υπο-απασχόλησης με αόρατα κέντρα λήψης αποφάσεων (πχ. τηλεφωνήτριες, πωλητές/τριες πολυκαταστημάτων, σούπερ-μάρκετς) ελαχιστοποίησαν τους πόρους για την σφυρηλάτηση μιας μάχιμης ταξικής συνείδησης μεγιστοποιώντας ταυτόχρονα το αίσθημα της ξένωσης που εκτονώθηκε στις μαζικές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας των «αγανακτισμένων», όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης. Η ίδρυση μιας νέας σχέσης μεταξύ πολιτικής και συναισθήματος αποτελεί ακόμη ένα ειδικό γνώρισμα των σύγχρονων κοινωνικών μεταμορφώσεων. Ο δικτυακός καπιταλισμός έχει επιβάλλει, ανεπαίσθητα και αδιόρατα, τρόπους ζωής, απασχόλησης και κοινωνικότητας που αποτρέπουν την σφυρηλάτηση μιας συλλογικής εμπειρίας της αντικειμενικής εξαθλίωσης που θα οδηγήσει στην ταξική πάλη. Οι σύγχρονες κοινωνικές θεωρίες χρειάζεται να καταδείξουν αυτές τις λεπτές και ανεπαίσθητες διεργασίες που εκδηλώνονται ως τρόποι ζωής, σκέπτεσθαι και αισθάνεσθαι και να φανερώσουν τις νέες μορφές εκμετάλλευσης, κερδοφορίας και πλουτισμού. Οι πολιτικές μιας Αριστερής διακυβέρνησης οφείλουν να επιλύσουν μια σειρά από θεμελιώδη ηθικά διλήμματα σχετικά με τη δικαιοσύνη, τα γενεσιουργά αίτια της ανισότητας, και την καταπολέμηση της.
Πώς σχετίζονται οι ανισότητες με την σχολική ζωή; Τα πεδία της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης και οι θεωρίες της κοινωνικής αναπαραγωγής έχουν καταδείξει μέσα από κλασικές μελέτες, ορισμένες από τις οποίες υπήρξαν και ορόσημο, όπως Oι Κληρονόμοι των Bourdieu & Passeron (1985) τα ιδεολογικά φαινόμενα που αναπτύσσονται κατά την σχολική ζωή και τις ταξικά διαφοροποιημένες διαδρομές της σχολικής, ακαδημαϊκής και μετέπειτα επαγγελματικής ζωής, την σημασία της κοινωνικής προέλευσης και τη μετακύληση της από την σφαίρα αναπαραγωγής στη σφαίρα παραγωγής. Η όξυνση του εισοδηματικού χάσματος στην Ελλάδα σε συνδυασμό με τις μεταβολές τις οποίες έχω περιγράψει παραπάνω αλλά και με άλλες που αναμένονται τις οποίες θα απαριθμήσω στην συνέχεια στρέφει επιτακτικά την προσοχή μας στις δοκιμασίες της σχολικής ζωής και τους τύπους διακινδύνευσης που συνδέονται με αυτήν. Από ένα εύρωστο σώμα ερευνών γνωρίζουμε ότι ο φαύλος κύκλος της φτώχειας, ειδικά στα μονογονεϊκά νοικοκυριά, δημιουργεί ορισμένες αλυσιδωτές διασυνδέσεις που παγιδεύουν τα μέλη της οικογένειας σε μια συνθήκη χρόνιας δυσχέρειας με ισχυρές μακροπρόθεσμες συνέπειες στην ανάπτυξη του παιδιού και την μετέπειτα ενήλικη ζωή του. Αν ένα παιδί έχει βιώσει επίμονη φτώχεια κατά τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής του, αυτό θα επηρεάσει τη μετέπειτα αναπτυξιακή του πορεία ακόμη και ανεξάρτητα μιας θετικής μεταβολής στην οικονομική ζωή που μπορεί στην συνέχεια να υπάρξει. Η αναπτυξιακή περίοδος της πρώιμης παιδικής ηλικίας είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση δεσμών με τους σημαντικούς άλλους, και η ποιότητα των δεσμών με την σειρά της είναι καθοριστική για τα εσωτερικά μοντέλα εργασίας και κατανόησης που το παιδί διαμορφώνει κατά την ανάπτυξη του. Μόνες μητέρες ή φτωχοί γονείς χωρίς θεσμικά αντιστηρίγματα βιώνουν ισχυρά αισθήματα ανασφάλειας και αγωνίας, είναι ευάλωτοι σε συνθήκες διακινδύνευσης και μιας συνεχούς κρίσης που εξαντλούν τα ψυχικά τους αποθέματα και τους οδηγούν σε αρνητικές εμπειρίες της συναισθηματικής και γονικής τους ζωής, δοκιμάζοντας τις αντοχές της οικογενειακής λειτουργικότητας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον υλικής και συναισθηματικής κακουχίας είναι πιθανόν να αμβλυνθούν οι διαδικασίες παρακολούθησης από τους γονείς των σχολικών καθηκόντων και των σχολικών δραστηριοτήτων του παιδιού με συνέπειες στην σχολική του επίδοση, αλλά και τις σχολικές του εμπειρίες συνολικά. Αν τα παιδιά των πλουσίων που σε πολύ χαμηλότερα ποσοστά εγκαταλείπουν το σχολείο συνήθως για λόγους ακατάλληλης συμπεριφοράς, τα παιδιά των φτωχών οικογενειών εγκαταλείπουν το σχολείο σε σαφώς υψηλότερα ποσοστά για λόγους σχολικής υπο-επίδοσης αλλά και για οικονομικούς. Η σχολική εγκατάλειψη ή η σχολική αποτυχία είναι παράγοντας που μπορεί να οδηγήσει ακόμη και από μόνος του σε βιογραφικό εκτροχιασμό με δυσοίωνες εκβάσεις. Τα παιδιά που εγκαταλείπουν την επιθυμία για σχολική ζωή, είναι τα παιδιά που τα ίδια και οι γονείς τους έχουν εγκαταλειφθεί από θεσμικές μεταβιβάσεις πόρων.
Όταν το φαγητό δεν φτάνει στο τραπέζι για όλους, τα μέλη της οικογένειας αισθάνονται καταρρακωμένα. Αυτά τα αισθήματα μπορεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να μεταμορφωθούν σε εμπειρίες εγωιστικής σχετικής αποστέρησης και να εκτονωθούν σε επιθετικές αντιδράσεις, και απαξίωση των θεσμών. Σ’ αυτές τις συνθήκες, η διακινδύνευση είναι υψηλή και το αίσθημα της σχολικής συγκρότησης επισφαλές. Σε υψηλή διακινδύνευση βρίσκονται, επίσης, οι γονείς και οι μαθητές με αναπτυξιακές δυσκολίες που έχουν αυξημένες και ειδικές ανάγκες για στηρίγματα στην σχολική διαδικασία. Οι επιδημιολογικοί δείκτες καταδεικνύουν την ραγδαία αύξηση των διαταραχών του αυτιστικού φάσματος, δημιουργώντας νέες προκλήσεις στην σχολική διαδικασία και τον σχεδιασμό.
Το σχολείο ως διανοητικό και συναισθηματικό θεμέλιο της ανάπτυξης του παιδιού, του εφήβου και του νέου μπορεί να δημιουργήσει το αξιακό υπόβαθρο μιας κοινής ζωής, μιας συνύπαρξης με παιδαγωγικό και απελευθερωτικό χαρακτήρα που συνδέει τα μέλη της με μορφές πολιτισμικού εγκοινωνισμού. Αυτές τις μορφές και τις θετικές τους επιδράσεις, οι εύπορες τάξεις τις γνωρίζουν και αυτός είναι ένας από τους βασικούς λόγους που επενδύουν σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία τα οποία λειτουργούν ειδικές λέσχες αθλητισμού, τέχνης όπως και λέσχες αποφοίτων για τους λίγους εκλεκτούς, τους «κληρονόμους» των μορφωτικών και πολιτισμικών προνομίων.
Τι συμβαίνει όμως στην άκρη της πόλης, στις λαϊκές φτωχογειτονιές όπου το μεροκάματο δεν φτάνει για να βγει η μέρα; Εκεί οι νέοι διάγουν μια ζωή χωρίς ορίζοντες νοήματος, και προοπτική σε συνθήκες μεγάλης αποστέρησης. Σ’ αυτές τις ζώνες της αστικής ζωής αλλά και σε τόπους γεωγραφικά απομονωμένους, το νέο σχολείο που θα λειτουργεί ανοιχτό επτά ημέρες την εβδομάδα με δραστηριότητες πολιτισμού, δημιουργικής έκφρασης και τέχνης μπορεί να διαμορφώσει μια υπόσχεση για έναν αγώνα κατά της ανισότητας.
* Η Αναστασία Ζήση είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Αναδημοσίευση από την Καθημερινή Εφημερίδα των Χανίων "ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ"
Αύξηση των εξαρτήσεων την περίοδο της κρίσης
“Φάρμακο” η επανασύνθεση της κοινωνίας μέσα από ένα άλλο αξιακό σύστημα
Αύξηση των εξαρτήσεων παρατηρείται κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης με το “φάρμακο” να βρίσκεται πρωτίστως στην πρόληψη, στην επανασύνθεση της κοινωνίας μέσα από ένα άλλο αξιακό σύστημα και στην έξοδο από το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που βάζει τα κέρδη πάνω από τον άνθρωπο.Τα παραπάνω επισημαίνει μιλώντας στα “Χανιώτικα νέα”, ο επιστημονικός υπεύθυνος των Προγραμμάτων Προαγωγής Αυτοβοήθειας, ψυχίατρος και τέως αναπληρωτής καθηγητής Ψυχολογίας των Εξαρτήσεων στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), Φοίβος Ζαφειρίδης.Αυτές τις μέρες ο κ. Ζαφειρίδης βρίσκεται για μια ακόμη φορά στην Κρήτη καθώς στο νησί λειτουργούν δύο Προγράμματα: το ένα στα Χανιά και το άλλο στη Σητεία, παρέχοντας στήριξη σε δεκάδες ανθρώπους και τις οικογένειές τους. Στην υπόλοιπη Ελλάδα λειτουργούν Προγράμματα σε Θεσσαλονίκη και Λάρισα. Ο ίδιος έχει πολύχρονη εμπειρία στο θέμα των εξαρτήσεων καθώς ήταν ο ιδρυτής της θεραπευτικής κοινότητας “Ιθάκη” και του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων (ΚΕΘΕΑ).
Οπως μας λέει ο κ. Ζαφειρίδης, παρατηρείται «μεγάλη αύξηση των εξαρτήσεων γιατί η εξάρτηση έχει αποδειχτεί ότι αυξάνεται όταν η κοινωνία απορρυθμίζεται. Ηταν αναμενόμενο συνεπώς μετά την οικονομική κρίση και την κοινωνική απορρύθμιση που έφεραν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές στην Ελλάδα να έχουμε μία συνεχή αύξηση του αριθμού των εξαρτημένων».
Ποιο είναι όμως το “φάρμακο” για αντιμετώπιση του προβλήματος;
«Το καλύτερο φάρμακο είναι η πρόληψη. Και όταν λέμε πρόληψη στα ναρκωτικά εννοούμε την επανασύνθεση της διαλυμένης κοινωνίας. Εννούμε άλλες ιεραρχήσεις και άλλο αξιακό σύστημα για τις ζωές των ανθρώπων. Το δυτικό μοντέλο ανάπτυξης που διέχυσε στην κοινωνία την αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι τόσο πιο ευτυχισμένος όσο πιο πολλά χρήματα βγάζει και αποκτά και όσο περισσότερο καταναλώνει, φαίνεται ότι έχει αποτύχει οικτρά. Αυτό δεν αποδεικνύεται μόνο από τη συνεχιζόμενη αύξηση του αριθμού των εξαρτημένων αλλά και των πασχόντων από σοβαρά ψυχολογικά και ψυχιατρικά προβλήματα. Στις δυτικές οικονομικά προηγμένες χώρες, οι αριθμοί που δείχνουν την οικονομική ανάπτυξη ευημερούν, οι άνθρωποι όμως δυστυχούν. Εκατομμύρια πολίτες στην Αμερική και τη δύση πρέπει κάθε μέρα να πάρουν ηρεμιστικά, νόμιμα συνταγογραφούμενα ναρκωτικά και άλλα υποκατάστατα προκειμένου να αισθανθούν καλά. Αυτά όλα θα πρέπει να μας κάνουν να αναρωτηθούμε για τους στόχους που έχουμε βάλει σαν κοινωνία, ενδεχομένως να μας υποχρεώσουν να κάνουμε κάποιες αναθεωρήσεις».
Για το αν είναι εφικτός αυτός ο δρόμος της αναθεώρησης και της διαμόρφωσης μιας άλλης αντίληψης ζωής, ο κ. Ζαφειρίδης αναφέρει:
«Καθόλου εύκολος αλλά δεν υπάρχει, πιστεύω, άλλη λύση. Εάν δεν προβούμε γρήγορα σε αυτές τις αναθεωρήσεις για τον τρόπο ζωής μας και θα καταστρέψουμε τους εαυτούς μας και θα καταστρέψουμε και τον πλανήτη. Γιατί αυτός ο τρόπος ζωής, τον οποίο έχουμε διδαχθεί και τον οποίο έχουμε υιοθετήσει, είναι και αντιοικονομικός για την οικονομία του πλανήτη, καταστρέφει δηλαδή τον πλανήτη, αλλά και αντιοικονομικός για τον ίδιο τον άνθρωπο γιατί καταστρέφει την ψυχική ισορροπία του πλανήτη».
Στο ερώτημα πως εννοεί την επανασυγκρότηση της κοινωνίας, ο κ. Ζαφειρίδης απαντά:
«Δεν εννοώ να ξαναγυρίσουμε σε παλιές καταστάσεις. Εννοώ να κρατήσουμε
τα καλά και να δούμε πως μπορούμε να δημιουργήσουμε μία κοινωνία με
περισσότερη συνεκτικότητα και περισσότερες ανθρώπινες σχέσεις,
περισσότερη αλληλεγγύη, περισσσότερο αμοιβαίο ενδιαφέρον. Αυτό όσο κι αν
φαίνεται περίεργο δεν μπορεί να συμβεί χωρίς οικονομικές αλλαγές. Οσο
υιοθετούμε την νεοφιλελεύθερη οικονομία και το πρόταγμα είναι τα κέρδη,
καταλαβαίνετε ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα άλλο τρόπο ζωής και για
άλλες ανθρώπινες σχέσεις. Οι ανθρώπινες σχέσεις θα καθορίζονται από τα
συμφέροντα, τις ιδιοτέλειες και τα κέρδη, όσο μιλάμε για το
νεοφιλελεύθερο μοντέλο ανάπτυξης. Αυτό το νεοφιλελεύθερο μοντέλο
ανάπτυξης είναι που διδάσκει τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Γιατί χωρίς
κατανάλωση ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δεν μπορεί να υπάρξει».
Σταμάτησε ο Δήμος Χανίων την χρηματοδότηση
Το Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας ξεκίνησε στα Χανιά με τη στήριξη της προηγούμενης δημοτικής αρχής (Σκουλάκη). Οπως σημειώνει ο κ. Ζαφειρίδης, «η νέα δημοτική αρχή σταμάτησε να μας χρηματοδοτεί. Επί δημαρχίας Σκουλάκη ο Δήμος συμμετείχε συμβολικά».
Αυτοδιαχείριση
«Δεν έχει σημασία ποια ουσία χρησιμοποιείς, πόσο συχνά και με ποιον τρόπο. Αν νιώθεις ότι χρειάζεσαι βοήθεια ίσως μπορούμε να σε βοηθήσουμε!».
Με αυτό το σκεπτικό και με βάση την ιδέα της αυτοδιαχείρισης συνεχίζεται με επιτυχία τα τελευταία χρόνια σε Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Χανιά και Σητεία το Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας του τμήματος Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τη χρηματοδότηση του υπουργείου Υγείας και τη συνεργασία του ΟΚΑΝΑ.
Οπως αναφέρεται σε απολογισμό του 2016 για τα Χανιά, μια από τις πρώτες δράσεις του Προγράμματος Ψυχοκοινωνικής Υποστήριξης στα Χανιά ήταν η οργάνωση και πραγματοποίηση εξορμήσεων σε κεντρικά σημεία της πόλης τα οποία αποτελούν χώρους συνάντησης ανθρώπων με πρόβλημα εξάρτησης, αξιοποιώντας της μακρόχρονη εμπειρία του προγράμματος στη Θεσσαλονίκη. Κατά το 2016 πραγματοποιήθηκαν 291 επαφές με 53 διαφορετικά άτομα. Από τα 53 διαφορετικά άτομα τα 42 παρακολουθούσαν πρόγραμμα υποστήριξης εξαρτημένων ενώ 11 άτομα δεν παρακολουθούσαν πρόγραμμα υποστήριξης. Από τα 11 άτομα που δεν παρακολουθούσαν οποιοδήποτε πρόγραμμα τα 5 προσήλθαν στο Πρόγραμμα Προαγωγής Αυτοβοήθειας και έλαβαν υπηρεσίες.
Η ιστοσελίδα του προγράμματος είναι: http://www.selfhelp.gr/
Η διεύθυνση στα Χανιά είναι: Γιαμπουδάκη 39 & Ρενιέρη. Ώρες Λειτουργίας: Δευτέρα έως Παρασκευή 09:00-20:00. Τηλέφωνο και Φαξ: 2821023432. Ηλ. Ταχυδρομείο:chania@ selfhelp.gr
Συντονιστής του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας Χανίων είναι ο ψυχολόγος Msc, Ηλίας Χουλιάρας.
Ο εκφοβισμός στα σχολεία και η βία της φτώχειας
Η ενδοσχολική βία (bullying) και οι διαστάσεις της στη σημερινή μνημονιακή ελληνική πραγματικότητα είναι μια ιδεολογική-πολιτική κατασκευή, με στόχο την ψυχολογικοποίηση της μαθητικής συμπεριφοράς ως μηχανισμού συμμόρφωσης μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών
→Η ψυχιατρική και η ψυχολογία καλούνται να νομιμοποιήσουν επιστημονικά την τεχνητή παθολογικοποίηση των μαθητών και του σχολείου. Ετσι διεισδύουν ως ειδικοί στο σχολείο με το πρόσχημα της πρόληψης
Του Κώστα Μπαϊρακτάρη*
Είμαστε όλοι μάρτυρες της συστηματικής απόπειρας διάχυσης στο κοινωνικό σώμα, ιδιαίτερα στους νέους, μιας αντίληψης για τις πανδημικές διαστάσεις της λεγόμενης ενδοσχολικής βίας (bullying).Πρόκειται για μια ιδεολογική-πολιτική κατασκευή που με την επιστημονική συνέργεια των κυρίαρχων μοντέλων της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας και την πρόθυμη συμβολή των ΜΜΕ, που προάγουν τις μνημονιακές πολιτικές, επιχειρείται η νομιμοποίηση της βίαιης αποσάθρωσης της δημόσιας Παιδείας στο πλαίσιο της εφαρμογής των βάρβαρων αυτών πολιτικών. Πολιτικός στόχος: ο αποπροσανατολισμός μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών, ο έλεγχος και η συμμόρφωσή τους. Δηλαδή η ψυχολογικοποίηση –ψυχιατρικοποίηση της μαθητικής συμπεριφοράς.
Τα χαρακτηριστικά αυτά αναδεικνύονται σήμερα ακόμα πιο έντονα διότι η περίοδος κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος που διανύουμε είναι μια περίοδος όπου επιστρατεύονται επιστήμονες και μέσα που καλούνται να μετατρέψουν τη φτώχεια και τις επιπτώσεις της στην καθημερινότητά μας σε ψυχολογικό πρόβλημα. Είναι η γνωστή μας εθνική κατάθλιψη. Μια μορφή κατάθλιψης που όλως τυχαίως αλλά «επιδημιολογικά αποτυπωμένη» πλήττει αποκλειστικά τα λαϊκά στρώματα!
Στη διαδικασία ψυχιατρικοποίησης-ψυχολογικοποίησης των κοινωνικών προβλημάτων, των αρνητικών επιπτώσεων της κρίσης, του πόνου συνανθρώπων που βιώνουν επώδυνα τη μετάβαση από μια βιώσιμη κοινωνικο-οικονομικά συνθήκη σε μια διαδικασία φτωχοποίησης αποσυνδέεται το ατομικό από το συλλογικό, ενοχοποιείται το άτομο συρρικνώνοντάς το σε «περίπτωση» και επιχειρείται, με τις τεχνικές που κατασκευάζονται, να αναταχθεί η κακή «ψυχολογία της αγοράς» ή να αυξηθεί η κερδοφορία των επιχειρήσεων με το ψυχολογικό ντοπάρισμα του «ανθρώπινου δυναμικού». Επιστήμες όπως η ψυχολογία και η ψυχιατρική, με τη συμβατική ή εναλλακτική τους μορφή, έρχονται με τις ομαδικές ή ατομικές θεραπευτικές θεωρίες και τεχνικές που επινοούν να ελέγξουν στην ουσία κι όχι να απελευθερώσουν δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, επιδιώκοντας τη συρρίκνωση μιας πολυσύνθετης ατομικής και συλλογικής εμπειρίας αποκλειστικά σε ατομικό-ψυχολογικό πρόβλημα. Δηλαδή της μετατροπής των επιπτώσεων της καπιταλιστικής κρίσης, όπως π.χ. η βία της φτώχειας, σε ψυχολογικό πρόβλημα και του ψυχολογικού αυτού προβλήματος ως αιτίας της δυσαρέσκειας και αντίδρασης του πληθυσμού. Κατασκευάζεται έτσι ο φαύλος κύκλος της ενοχοποίησης των εργαζομένων και του λαού.
Σε περίοδο βίαιης ανακατανομής του πλούτου (καπιταλιστική κρίση), οι εργαζόμενοι που παράγουν τον πλούτο οδηγούνται στην οικονομική εξαθλίωση για να διασφαλιστούν τα υπερκέρδη των καπιταλιστών. Η οικονομική εξόντωση και η κοινωνική εξαθλίωση του λαού αποτελούν συνειδητή επιλογή των τροϊκανών τοκογλύφων και των γηγενών πολιτικο-οικονομικών εκπροσώπων τους. Τα πλήγματα στην Υγεία, στην Παιδεία και στον κοινωνικό τομέα δεν είναι συνέπειες μιας λαθεμένης πολιτικής, αλλά αποτέλεσμα μιας συνειδητής πολιτικής επιλογής από το κυρίαρχο οικονομικό και πολιτικό σύστημα.
Σε αυτό το πλαίσιο και ο χώρος της Παιδείας και της μόρφωσης του λαού, για να προσαρμοστεί ολοκληρωτικά, θα πρέπει να ελεγχθεί απόλυτα.
Η κατασκευή μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου στην εκπαίδευση (π.χ. παρατηρητήρια, προληπτικά προγράμματα) είναι εργαλείο που αποσκοπεί στη συμμόρφωση και υποταγή του πιο ζωντανού και δημιουργικού μέρους της ελληνικής κοινωνίας, των νέων, στο κυρίαρχο σύστημα. Η νομιμοποίηση αυτών των μηχανισμών καταστολής και κοινωνικού ελέγχου επιτυγχάνεται μέσα από τη συρρίκνωση των «ασυμμόρφωτων μαθητών» σε προβληματικούς/μη φυσιολογικούς/μη κανονικούς. Η ψυχιατρική και η ψυχολογία καλούνται να νομιμοποιήσουν επιστημονικά την τεχνητή παθολογικοποίηση των μαθητών και του σχολείου. Ετσι διεισδύουν ως ειδικοί στο σχολείο με το πρόσχημα της πρόληψης. Ο παιδαγωγός εκτοπίζεται από τον φυσικό του χώρο, συρρικνώνεται σε άβουλο όργανο εφαρμογής ενός εκ των άνω επιβαλλόμενου αναλυτικού προγράμματος, μετατρέπεται σε «ανιχνευτή προβληματικών συμπεριφορών» και αντικαθίσταται από τον ειδικό στη διαχείριση των «προβληματικών» μαθητών και εκπαιδευτικών. Ενα πολιτικό-κοινωνικό και κατ' εξοχήν παιδαγωγικό ζήτημα μετατρέπεται σε ατομικό ψυχολογικό πρόβλημα. Ο ψυχίατρος και ο ψυχολόγος, για να νομιμοποιήσουν την παρουσία τους σε έναν χώρο στον οποίο δεν έχουν καμία απολύτως θέση, κατασκευάζουν τις προϋποθέσεις της εισβολής τους στο σχολικό περιβάλλον, μετατρέποντας μαθητές, εκπαιδευτικούς αλλά και γονείς σε εν δυνάμει προβληματικούς.
* Ο Κώστας Μπαϊρακτάρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Ψυχολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Κατερίνα Μάτσα*
Στη μεταβατική εποχή μας, εποχή «των θλιμμένων παθών»,1 όπως θα έλεγε ο Σπινόζα, η κοινωνική κρίση γίνεται ο ορίζοντας μιας ζωής, που σφραγίζεται από το αίσθημα γενικευμένης ανασφάλειας, αβεβαιότητας, προσωρινότητας, απειλής μιας επικείμενης καταστροφής. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα του κινδύνου και του τρόμου και της απαξίωσης των παραδοσιακών μορφών συλλογικότητας αναπτύσσονται οι δυναμικές της εξατομίκευσης, θρυμματίζοντας τους κοινωνικούς δεσμούς ανάμεσα σε πρόσωπα και καταδικάζοντας τα άτομα να διάγουν το βίο τους στο ρόλο βασικά του θεατή και όχι του ενεργοποιημένου υποκειμένου, μέσα στη μοναξιά, στερημένα από αληθινές σχέσεις επικοινωνίας, συμπόνιας, ανθρωπιάς, όπου ακόμα και αυτή η αγάπη βρίσκεται σε κατάσταση «ρευστότητας». Η ίδια η κοινωνικότητα περιορίζεται ασφυκτικά στο επιφανειακό πεδίο των κάθε τύπου συναλλαγών που αφορούν βασικά την «κατανάλωση»,ξένη σε κάθε μορφή πνευματικής ζωής.
Η τηλεοπτική εικόνα εισβάλοντας βία στην δημόσια αλλά και στην προσωπική ζωή των ανθρώπων δανείζει για λίγο το χρώμα της στην καθημερινότητα τους χωρίς όμως να την κάνει πιο ευχάριστη. Γιατί φορτωμένη καθώς είναι από προβλήματα, σε σύγκριση με την εικονική πραγματικότητα που τους βομβαρδίζει, φαντάζει στα μάτια τους ακόμα πιο μουντή, πιο ανούσια, πιο μίζερη. Και επιπλέον τους κλείνει ακόμα πιο ερμητικά στο κέλυφός της εξατομίκευσης και της μοναξιάς, ανίκανους και απρόθυμους να ενταχθούν σε οποιασδήποτε μορφής συλλογικότητα, θεωρώντας ότι ο καθένας ξεχωριστά, ως άτομο, μπορεί να την υποκαταστήσει.
Αυτές οι ατομικές και εξατομικευμένες στάσεις και συμπεριφορές, που οδηγούν τον κοινωνικό ιστό σε πλήρη απεξάρθρωση, διαμορφώνονται μέσα σε όρους βαθειάς κρίσης. Μιας κρίσης που αναπτύσσεται σε όλα τα επίπεδα, στα πλαίσια της χρηματιστικής παγκοσμιοποίησης και της «νεοφιλελεύθερης» πολιτικής, που υπαγορεύεται άμεσα από τις ανάγκες και την ιδεολογία του καπιταλισμού. Η κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας, η μαζική ανεργία μέσα από τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, οι «ελαστικές» μορφές εργασιακών σχέσεων, η εμπορευματοποίηση της υγείας, το τρομακτικό άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς αποτελούν τις ορατές συνέπειες αυτής της πολιτικής στη ζωή των ανθρώπων.
Το κράτος οργανώνει τους μηχανισμούς του για να ελέγχει τη ζωή των ατόμων, διαμορφώνοντας ένα πλέγμα εξουσιών, όπου όλοι πρέπει να ρυθμίζουν τη στάση τους με βάση το δόγμα του νεοφιλελευθερισμού ότι είναι «ατομικοί επιχειρηματίες» στην επιχείρηση της ζωής τους. Η «ελευθερία διαχείρισης » της ζωής τους γίνεται το εργαλείο της κυριαρχίας της κρατικής εξουσίας πάνω τους.2 Σ’ αυτό το πλαίσιο, το κράτος ενισχύει διαρκώς την πολιτική εξουσία του, με κατασταλτικούς μηχανισμούς και τρομονόμους, μετατοπίζοντας παράλληλα στα ίδια τα άτομα τις δικές του ευθύνες και υποχρεώσεις για την προάσπιση των θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων (υγεία , παιδεία κ. α ) και των ελευθεριών τους.
«Η καταστολή αντικαθιστά τη συμπόνια. Τα πραγματικά ζητήματα παραβλέποντας προς όφελος μιας πολιτικής που ταυτίζεται με την πειθαρχία, τον περιορισμό, τον έλεγχο».3
Μέσα σ’ αυτούς τους όρους εντείνονται οι κοινωνικές ανισότητες, αυξάνεται κατά γεωμετρική πρόοδο ο αριθμός των φτωχών και των απόκληρων που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα και ωθούνται στο κοινωνικό περιθώριο και στην περιθωριακότητα.
Η περιθωριακότητα ιστορικά
Η περιθωριακότητα είναι μια δυναμική κατάσταση που αναπτύσσεται σε κάθε ιστορική εποχή. Ο άνθρωπος του περιθωρίου, λέει ο R.Castel 4αντιπροσωπεύει εκ των πραγμάτων το αρνητικό της κοινωνικής νόρμας, είναι η σφραγίδα της από την ανάποδη. Η διαδικασία της περιθωριοποίησης είναι στην ουσία της μια διαδικασία αναζήτησης ταυτότητας μέσα από την αμφισβήτηση των κυρίαρχων κοινωνικών κανόνων και αξιών.
Σε κάθε ιστορική εποχή στο περιθώριο της κοινωνίας ωθούνταν οι «παρεκκλίνοντες», οι «διαφωνούντες» , οι κάθε τύπου «διαφορετικοί». Ο Φουκώ διακρίνεται για την πνευματώδη και προκλητική καταγραφή των «αποκλίσεων», των αποξενώσεων και των τρομακτικών περιθωριοποιήσεων του παρελθόντος, θέτοντας τον «Άλλο» στο πεδίο ισχύος των σκοτεινών κέντρων εξουσίας που επέβαλαν την αλλοτρίωση και απαιτούσαν την εκδίωξη και την έξωση προκειμένου να ορίσουν και να βιώσουν την εξουσία τους ως « ιδιοκτητών».5
Κάθε ιστορική εποχή αναπτύσσει τους δικούς της τρόπους αντιμετώπισης της «ετερότητας», της διαφορετικότητας, που αλληλοσυνδέεται με τον υλικό κόσμο της παραγωγής και της ανταλλαγής των αγαθών, της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης.
Ο «Άλλος», ο «ξένος» , ο «διαφορετικός», αντιμετωπίζονταν πάντα από την κυρίαρχη εξουσία ως εν δυνάμει απειλή για το σύστημα και κατά συνέπεια ως εγκληματίας, ως τέρας, ως μίασμα που η θέση του ήταν εξ ορισμού στο περιθώριο.
Μέσα στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας στο κοινωνικό περιθώριο βρέθηκαν κατά καιρούς οι μάγισσες, οι ταχυδακτυλουργοί, οι πόρνες, οι αλήτες, οι Εβραίοι, οι ανάπηροι, οι τρελοί και άλλοι.
«Η δημιουργία της περιθωριακότητας δεν επιβαλλόταν μόνο έξωθεν, αλλά συγκροτούνταν επίσης έσωθεν, υποκειμενικά ,μια διαδικασία που αποκαλύπτεται στην τρομερή απόγνωση της κραυγής του Μουνχ»6. Μ’ αυτή την έννοια η περιθωριακότητα αντιστοιχεί τόσο σε μια ταυτότητα και την αντίστοιχη συνείδησή της, όσο και σ’ ένα χώρο, έξω από την κοινωνία και τους νόμους της.
Η ίδια η κοινότητα, έξω από την οποία οργάνωναν οι περιθωριακοί τη ζωή τους, έτρεφε συνήθως αμφιθυμικά συναισθήματα απέναντί τους. Τους φοβόταν και τους θαύμαζε ταυτόχρονα. Συχνά εσωτερίκευε και ενσωμάτωνε στην καθημερινή της ζωή τις -«παρεκκλίνουσες» για τους κρατούντες- συμπεριφορές τους.
Περιθωριοποίηση και κοινωνικός αποκλεισμός
Η δυναμική της περιθωριοποίησης μπορεί να οδηγήσει στον κοινωνικό αποκλεισμό.
Το status του κοινωνικά αποκλεισμένου ορίζεται πάντα από την κυρίαρχη εξουσία.
«Αν οι κυρίαρχοι δημιουργούν περιθωριακούς και χρησιμοποιούν τους φόβους τους και τις κοινωνικές τους αναπαραστάσεις για να δικαιολογήσουν την πολιτική τους, οι αποκλεισμένοι αποκτούν πραγματικά αυτή την ιδιότητα μόνο με τον ορισμό που τους δίνει η εξουσία και η κατασταλτική δράση της απέναντί τους»7. Και αυτή η κατασταλτική δράση πήρε διάφορες μορφές ανά τους αιώνες, επίσημα θεσμοθετημένες και τελετουργικά εφαρμοσμένες- θανάτωση, γκετοποίηση, εξορία, καταναγκαστική εργασία, επιβολή στέρησης δικαιωμάτων κ.ά. Για παράδειγμα, η αποβολή των αποκλεισμένων από την κοινότητα, όπως γίνονταν στη Μεσαιωνική Δύση8 λειτουργούσε ως καταναγκασμός, αφού μέσω των πραγματικών και συμβολικών μέτρων που περιελάμβανε (απαγόρευση ταφής, απώλεια δικαιώματος ιδιοκτησίας, απαγόρευση ασύλου) οδηγούσε τον καταδικασμένο στην απομόνωση του από τον κόσμο των ζωντανών και των νεκρών. Στη Χριστιανική παράδοση αντίστοιχα ο αποκλεισμός απέβλεπε στην πρόληψη από το μίασμα, που αντιπροσώπευε ο αποκλεισμένος. Περιορίζοντας τις μετακινήσεις και τη δυνατότητα εγκατάστασης του μέσα στην κοινότητα, προστατεύονταν οι πιστοί, μέσα από την ανάδειξη με τελετουργικό τρόπο της διαφοράς .
Κοινωνικός αποκλεισμός, νεωτερικότητα και βιοεξουσία
«Ο αποκλεισμός δεν είναι ούτε αυθαίρετος, ούτε τυχαίος. Προκύπτει από μία δημόσια διακηρυγμένη τάξη πραγμάτων, στηρίζεται σε κρίσεις και περνά από διαδικασίες, των οποίων η νομιμότητα είναι βεβαιωμένη και αναγνωρισμένη».9
Με βάση την ανάλυση του R. Castel ο αποκλεισμός είναι η ορατή πλευρά ενός φαινομένου που χαρακτηρίζεικεντρικά τις μοντέρνες δυτικές κοινωνίες.
Είναι αυτό που ο ίδιος αποκαλεί “ο θρυμματισμός (effritement)της μισθωτής κοινωνίας ”10
Τρεις είναι οι νόμιμες χρήσεις του αποκλεισμού :
1. Πλήρης περιχαράκωση του αποκλεισμένου από την κοινότητα, εκδίωξη και εξόντωση του
2. Περιχαράκωση σε κλειστούς χώρους, αποκλεισμός από την κοινότητα, όπως είναι το γκέτο.
3. Επιλογή ενός ειδικού καθεστώτος, που σου επιτρέπει να συνυπάρχεις με τους άλλους αλλά σε μια θέση παράμερα.
«Οι εκσυγχρονιστικές διαδικασίες, όπως η επιβολή της τάξης και η οικονομική ανάπτυξη που επιβλήθηκαν στις αναπτυγμένες αλλά και στις καθυστερημένες χώρες από τις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος στη σημερινή φάση της ύστερης παγκοσμιοποίησης έχουν δημιουργήσει ολόκληρες στρατιές πληθυσμών (πολιτικοί πρόσφυγες, οικονομικοί μετανάστες, άστεγοι, άνεργοι και άλλοι «παρίες») που θεωρούνται «ανθρώπινα απορρίμματα».11
Όλοι αυτοί οι πληθυσμοί καταδικάζονται να ζουν ως «παρείσακτοι», εκτός τόπου παντού, (στα γκέτο των προσφύγων για παράδειγμα) είτε «εντός» των σύγχρονων κοινωνιών, όταν είναι πρακτικά αδύνατος ο εδαφικός αποκλεισμός τους.
Όμως αυτό το «εντός» της κοινωνίας στην πράξη ανάγεται στην περιχαράκωση τους στις παρυφές της (όπως τα γκέτο των μαύρων της Αμερικής ή τα υποβαθμισμένα προάστια του γαλλικού Παρισιού) και άλλοτε στον εγκλεισμό τους στη φυλακή. Ο πληθυσμός των φυλακισμένων αυξάνεται διαρκώς σε όλες τις χώρες του κόσμου με πρώτη βέβαια την Αμερική, που επιδίδεται με ζήλο στην οικοδόμηση (από ιδιωτικές εταιρείες) όλο και πιο μεγάλων, όλο και πιο εφιαλτικών κτιριακών συγκροτημάτων φυλακών.
Άλλοτε, πάλι, αυτό το «εντός» της κοινωνίας ανάγεται στη διαβίωση, μέσα στην κοινότητα αλλά υπό ειδικό καθεστώς, το καθεστώς του αποκλεισμένου.12
Ο αποκλεισμός του σ’ αυτή την περίπτωση, ισοδυναμεί με τη μη-συμμετοχή του σε μια κοινωνικά αποδεκτή μορφή οικογενειακής και κοινωνικής ζωής, με τη μη-άσκηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του, με τη μη-ένταξή του στη διαδικασία της παραγωγής και αναπαραγωγής των όρων της ζωής του. Πρόκειται για ένα καθεστώς στερήσεων, διακρίσεων και προκαταλήψεων που περνά, μέσα από όλους τους πόρους της κοινωνίας το μήνυμα στον αποκλεισμένο (τοξικομανή, αλκοολικό, φορέα του aids, ψυχασθενή κ.α) ότι είναι ανεπιθύμητος από το κοινωνικό σύνολο γιατί είναι επικίνδυνος.
Όσο το κράτος πρόνοιας δίνει τη θέση του στο κράτος – φρούριο, που προστατεύει, μέσω της καταστολής, τα συμφέροντα των πολυεθνικών και των εθνικών υπηρετών τους, τόσο τα κοινωνικά προβλήματα αντιμετωπίζονται από την άρχουσα τάξη και την ιδεολογία της υπό το πρίσμα της «επικινδυνότητας» των πληθυσμών που βρίσκονται στο περιθώριο, των ξένων που θεωρούνται πια παρείσακτοι, των «τρελλών», των τοξικομανών, των αλκοολικών, των «παρεκλινόντων» κάθε τύπου. Αυτή η «εγκληματοποίηση» του περιθωριοποιημένου πληθυσμού, που οδηγεί στην αναβίωση ακόμη και των επιστημονικά ξεπερασμένων πια σήμερα θεωριών, λομπροζιανής αναφοράς, για τον «γεννημένο εγκληματία»13 και τροφοδοτεί ρατσιστικά αντανακλαστικά, αποβλέπει βασικά στην εξάλειψη των «επικίνδυνων πληθυσμών» στο όνομα πάντα της προστασίας των υπολοίπων. Στην πραγματικότητα αυτή η «προστασία» από ορατούς και αόρατους κινδύνους ανάγεται όπως ανέλυσε ο Μ. Φουκώ στην επιβολή ενός καθεστώτος απολύτου ελέγχου της ανθρώπινης πολλαπλότητας, κάθε πτυχής της ζωής.
Ο έλεγχος ασκείται μέσα από την ανάπτυξη τεχνικών και μέτρων (που εκτείνονται από την αστυνόμευση και την καταστολή μέχρι την βιολογικοποίηση κοινωνικών φαινομένων και συμπεριφορών) που αποβλέπουν στην με κάθε θυσία προσαρμογή όλων μέσα στα όρια που απαιτεί η κοινωνικά αποδεκτή νόρμα.
Η μετάβαση από την «κοινωνία της πειθαρχίας» στη σημερινή «κοινωνία του ελέγχου» συνοδεύεται από την ανάπτυξη και την τελειοποίηση της βιοεξουσίας που εφευρίσκει νέους διαρκώς τρόπους για να επιβάλει τον απόλυτο έλεγχο της ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της με βάση τα κυρίαρχα κανονιστικά πρότυπα. Η βιοπολιτική περιλαμβάνει ένα σύνολο διαδικασιών που έχουν να κάνουν με τη ζωή. Ασκείται από τους κρατούντες στο όνομα της ζωής. Αποβλέπει στον έλεγχο της ζωής του πληθυσμού.Διαμορφώνει τους κώδικες και τα όρια της ενσωμάτωσης και του αποκλεισμού διαφόρων πληθυσμιακών ομάδων, όπως αυτά υπαγορεύονται από τις ανάγκες της συσσώρευσης του κεφαλαίου.14
Έτσι διαμορφώνεται η κοινωνία της ομαλοποίησης (normalization) και της τυποποίησης (standardisation)όπου διασταυρώνονται , η νόρμα της πειθαρχίας και η νόρμα της ρύθμισης, νόρμες που διαμορφώνονται με ταξικά κριτήρια για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες της βιοεξουσίας, κατά τον Μ.Foucault.15
Όσο αναπτύσσεται αυτή η διαδικασία της τυποποίησης ως εργαλείο κοινωνικού ελέγχου του πληθυσμού, τόσο περισσότερα άτομα, τίθενται εκ των πραγμάτων «εκτός νόρμας» και οδηγούνται στην απόταξη και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Απ’ αυτήν την άποψη η σημερινή καπιταλιστική κοινωνία μέσα στην κρίση της, λειτουργεί ως μηχανή αποκλεισμού.
Κοινωνικός αποκλεισμός και Ελλάδα
Το τέλος της περιόδου της άνθησης, η οικονομική κρίση , η μαζική ανεργία και η φτώχεια που σφράγισαν τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα έδωσαν μεγάλες διαστάσεις στο φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ευρώπη, υποχρεώνοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση να ασχοληθεί μ’ αυτό.
Το 1989 η καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού έγινε αντικείμενο απόφασης του Συμβουλίου και των υπουργών κοινοτικών υποθέσεων αλλά και της σχετικής δήλωσης των επικεφαλής κρατών ή κυβερνήσεων που υιοθέτησαν τον κοινωνικό χάρτη.16 Τότε χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σε επίσημο κοινοτικό κείμενο ο όρος «κοινωνικός αποκλεισμός». Το φαινόμενο θεωρήθηκε ως απόρροια των πολιτικών οικονομικής και κοινωνικής αναδιάρθρωσης της περιόδου της ύφεσης. Συνδέθηκε με την ανεργία, τις ελαστικές μορφές εργασίας, τους χαμηλούς μισθούς, την κατάρρευση του κράτους πρόνοιας, τις μαζικές μεταναστεύσεις, την κρίση της σύγχρονης οικογένειας. Πάντως, σε κανένα από τα θεωρητικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν υπήρξαν αναλύσεις που να αποδίδουν το φαινόμενο στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού συστήματος. Η ασάφεια του όρου απέβλεπε στη συσκότιση των ταξικών ανισοτήτων που βρίσκονται στην αφετηρία του, ενώ η ευθύνη του κοινωνικού αποκλεισμού αποδιδόταν κυρίως στο άτομο και την αδυναμία του να προσαρμοσθεί στα δεδομένα της νέας κοινωνικής πραγματικότητας. Από τότε μέχρι σήμερα ο όρος έχει αλλάξει περιεχόμενο και χρήση.17
Ο αγώνας ενάντια στον κοινωνικό αποκλεισμό απέβλεπε όχι απλά στην ένταξη αλλά στην ενσωμάτωση του ατόμου, στην κοινωνία. «Ο κοινωνικός αποκλεισμός συνιστά μια δυναμική διαδικασία αποκοπής απ’ όλα τα κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά συστήματα, που καθορίζουν την ενσωμάτωση του ατόμου στην κοινωνία»18.
Είναι γενικά αποδεκτή η ανάλυση του γνωστού κοινωνιολόγου Serge Paugam,19 με βάση την οποία η διαδικασία του κοινωνικού αποκλεισμού κινείται σε 3 άξονες :
Ο πρώτος αφορά τις κοινωνικές ανισότητες και συνδέεται με την ανεργία, τη φτώχεια, την έλλειψη στέγης, τη σχολική αποτυχία και τη σχολική διαρροή.
Ο δεύτερος αφορά την απώλεια των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (κοινωνικών, πολιτικών και ατομικών) και ο τρίτος αφορά τη ρήξη των οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών.
Σ’ αυτή τη βάση έγινε δεκτό ότι «ο κοινωνικός αποκλεισμός αποτελεί εκείνη ακριβώς τη διαδικασία που εμφανίζεται ως αποτέλεσμα συσσώρευσης πολλών κοινωνικών μειονεκτημάτων ή αρνητικών καταστάσεων (φτώχειας, ασθένειας, ρήξης κοινωνικού δεσμού κ.λ.π.). Αυτή η συσσώρευση, με τη σειρά της, προκαλεί και προκαλείται από την αδυναμία άσκησης των κοινωνικών δικαιωμάτων που εκφράζουν και προστατεύουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια».17
Στην Ελλάδα ο όρος χρησιμοποιήθηκε επίσημα στη δεκαετία του ’90, όταν δημιουργήθηκε και το Εθνικό Παρατηρητήριο Καταπολέμησης του Αποκλεισμού που έστειλε (το 1990) στο αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο και την πρώτη Ελληνική έκθεση για το θέμα.
Σ’ εκείνη την έκθεση γινόταν η διαπίστωση ότι κοινό χαρακτηριστικό των αποκλεισμένων είναι η ισχνή σχέση τους με τους κύριους κοινωνικούς μηχανισμούς που παράγουν ή διανέμουν πόρους, την αγορά εργασίας, την οικογένεια ή άλλα διαπροσωπικά δίκτυα και το κράτος.16
Στα πλαίσια των πολιτικών επιδότησης από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Πράσινη και Λευκή Βίβλος) η Ελλάδα ανέλαβε και υλοποίησε προγράμματα καταπολέμησης του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας και ένταξης σ’ αυτή ευπαθών κοινωνικών ομάδων (Φτώχεια 3,Horizon, Now). Στο πρόγραμμα, μάλιστα, «Φτώχεια 3» (1989-1994) εντάχθηκε και το πρόγραμμα της Καλλιθέας για την κοινωνική ένταξη πρώην χρηστών ναρκωτικών ουσιών.20
Από τις έρευνες που έγιναν εκείνη την εποχή στην Ελλάδα διαπιστώθηκε πρώτον ότι οι κοινωνικά ευπαθείς ομάδες δεν είναι κατ’ ανάγκη και κοινωνικά αποκλεισμένες και δεύτερον, ότι στην Ελληνική κοινωνία ως κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες εμφανίζονται οι παραδοσιακές κοινωνικές ομάδες όπως είναι οι ηλικιωμένοι και τα άτομα με ειδικές ανάγκες17, ακριβώς επειδή σ’ αυτές τις κοινωνικές ομάδες έχουν διαρραγεί οι κοινωνικοί δεσμοί.
Μια από τις βασικές πηγές, που τροφοδοτούν τον κοινωνικό αποκλεισμό είναι χωρίς αμφιβολία η ανεργία, ιδιαίτερα η μακροχρόνια.
Η Ελλάδα εμφανίζει το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας μετά την Ιταλία. Όμως και η επισφαλής και περιθωριακή απασχόληση μπορεί να τροφοδοτεί τον κοινωνικό αποκλεισμό εξίσου με τα μακρά διαστήματα ολικής απουσίας απασχόλησης.21
Σ’ ότι αφορά τη φτώχεια, με την οποία συνδέεται – χωρίς βεβαίως να ταυτίζεται- το φαινόμενο, η Ελλάδα22 κατέχει μαζί με την Πορτογαλία τις δύο πρώτες θέσεις στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη μεγαλύτερη φτώχεια λόγω και των πολύ χαμηλών κοινωνικών παροχών στους φτωχούς (πολύ χαμηλά και για μικρό χρονικό διάστημα επιδόματα ανεργίας , πολύ χαμηλές παροχές στις πολύτεκνες οικογένειες, στα άτομα με ειδικές ανάγκες κ. ά)
Έτσι, αν δεχτούμε τον ορισμό του κοινωνικού αποκλεισμού ως χρόνια σωρευτική μειονεξία και όχι ως κατάσταση διάρρηξης του κοινωνικού δεσμού, η Ελλάδα έρχεται δεύτερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς την έκταση του φαινόμενου του κοινωνικού αποκλεισμού που αγκαλιάζει το 15% του Ελληνικού πληθυσμού.21
Επιπλέον η Ελλάδα έχει δεχτεί στο τέλος του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα, μεγάλο αριθμό οικονομικών μεταναστών (από την Αλβανία, τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, τις αραβικές χώρες, αλλά και την Ινδική υποήπειρο) αλλά και πολιτικών προσφύγων, που βρίσκονται στις παρυφές της ελληνικής κοινωνίας (στο γκρίζο καθεστώς μεταξύ παρανομίας και νομιμότητας ) μόνιμη δεξαμενή κοινωνικά αποκλεισμένων ατόμων.
Σ’ αυτή τη δεξαμενή βρίσκονται και οι τοξικομανείς, που ο αριθμός τους έχει αυξηθεί τρομακτικά τα τελευταία χρόνια. Η χρήση ψυχοδραστικών ουσιών νόμιμων και παράνομων, του τύπου της πολυτοξικομανίας, από άτομα όλο και πιο νέας ηλικίας σε μεγάλες συνήθως ποσότητες στην εποχή μας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια «στρατηγική προσαρμογής», μια «στρατηγική επιβίωσης» μέσα σε συνθήκες γενικότερης οικονομικής και κοινωνικής περιθωριοποίησης.
Τοξικομανία και κοινωνικός αποκλεισμός
Παίρνοντας το δρόμο της φυγής διαμέσου των ουσιών ο τοξικομανής «επιλέγει» ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Η επιλογή, όμως , αυτή δεν αποτελεί μια ελεύθερη επιλογή, όπως θέλουν να την παρουσιάζουν όσοι κάνουν αφαίρεση του κοινωνικού χαρακτήρα του προβλήματος. Η επιλογή των ουσιών από τον έφηβο γίνεται σε κάποια στιγμή κορύφωσης του προσωπικού του αδιεξόδου , που καθιστά αφόρητη γι αυτόν την πραγματικότητα που ζει. Υπαγορεύεται από όλους εκείνους τους λόγους, ατομικούς και κοινωνικούς, που γίνονται πηγή μιας τεράστιας δυσφορίας που τον ωθεί στην αναζήτηση τρόπων φυγής από τη μοναξιά και την απελπισία του. Η επιρρέπειά του στη χρήση ουσιών, άμεση συνέπεια της ευαλωτότητας του ψυχισμού του, αντανακλά την κοινωνική ευαλωτότητα, τη διάρρηξη των κοινωνικών δεσμών και την απόλυτη εξατομίκευση.
Η χρήση των ουσιών ισοδυναμεί με ένα «χημικό νάρθηκα», που όμως δεν τον στηρίζει, αλλά αντίθετα τον καταδυναστεύει. Γιατί η χρήση και η εξάρτηση από τις ουσίες αποτελεί μια τυραννική εμπειρία, που τον εκμηδενίζει ως σκεπτόμενο και δρων κοινωνικό άτομο. Έτσι αναπτύσσεται μια δυναμική που τροφοδοτεί την περιθωριακότητα και τροφοδοτείται απ’ αυτήν.
Μέσα στον άγριο κόσμο των ουσιών, όταν πια εγκατασταθεί η εξάρτηση ως τρόπος ζωής, όλες αυτές οι ατομικές περιπτώσεις χαμένες στην ανωνυμία τους τραγικές μέσα στη μοναξιά την απελπισία και την εξαθλίωση, «σκιές ανθρώπων» περιφέρουν στις πλατείες τα σώματα τους κουβαλώντας στις πλάτες τους το βάρος μιας ζωής χωρίς νόημα. Το μόνο που μπορεί πια να κινήσει την προσοχή και το ενδιαφέρον τους είναι η εξασφάλιση της πολυπόθητης «δόσης». Έχοντας διαρρήξει οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς, επιβιώνουν με μεγάλη δυσκολία στο περιθώριο χωρίς να είναι σε θέση να αρθρώσουν το δικό τους λόγο και να ασκήσουν τα ατομικά κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα τους, ενώ οι διακρίσεις και οι προκαταλήψεις που λειτουργούν σε βάρους τους κάνουν εξαιρετικά δυσχερή ακόμη και την πρόσβαση τους στις υπηρεσίες υγείας, προκειμένου να αντιμετωπίσουν προβλήματα που απειλούν όχι απλά την υγεία αλλά ακόμα και τη ζωή τους.
Σ’ αυτή την κατάσταση η ζωή τους μπορεί να ελέγχεται απόλυτα από τις δυνάμεις και τους μηχανισμούς της βιοεξουσίας. Στις συνθήκες της ημιπαρανομίας, όπου υποχρεώνονται να διαβιώνουν, πέφτοντας στα γρανάζια της βίας του κατασταλτικού μηχανισμού και των νόμων που τον στηρίζουν χάνουν σιγά – σιγά την κοινωνική τους υπόσταση, καθώς μετατρέπονται σε αντικείμενα χειραγώγησης της σκέψης και της συμπεριφοράς από το σύστημα, που οι ίδιοι μπορεί να απεχθάνονται.
Υπηρετώντας τις ανάγκες της βιοεξουσίας η επίσημη, βιολογικής κατεύθυνσης Ψυχιατρική, υποστηρίζει ότι οι εξαρτήσεις (addictions) οφείλονται σε βλάβες του εγκεφάλου, που δημιουργούν μια χρονία και εν πολλοίς – ανίατη - νόσο.
Έτσι, ιατρικοποιώντας κοινωνικές συμπεριφορές και πολύ περισσότερο κοινωνικά φαινόμενα η Επιστήμη, με πρώτη την Ιατρική, στην επίσημη εκφορά του επιστημονικού της λόγου, διολισθαίνει στον βιολογικό αναγωγισμό. Χρησιμοποιεί το κύρος της για να αποδώσει κοινωνικά φαινόμενα και προβλήματα σε βιολογικούς παράγοντες, στομώνοντας την κοινωνική κριτική και απενοχοποιώντας το κοινωνικό σύνολο.
Θέτει ολόκληρο το σώμα γνώσης της στην υπηρεσία της βιοεξουσίας και της βιοπολιτικής, προτείνοντας ως «λύση» κοινωνικών κατά βάση προβλημάτων κάποιες βιολογικού τύπου θεραπείες. Υποστηρίζοντας ότι η αντιμετώπιση της τοξικομανίας μέσα από τα προγράμματα των υποκαταστάτων αποτελεί «θεραπεία», τείνει να καταργήσει την απόσταση που χωρίζει την απεξάρτηση από την συντήρηση της εξάρτησης ως τρόπου ζωής. Τείνει να αμβλύνει τη διαφορά ανάμεσα στο στόχο της ριζικής αλλαγής λειτουργιών και συμπεριφορών, στις οποίες ανάγεται η θεραπεία απεξάρτησης του συγκεκριμένου ατόμου και στο στόχο του περιορισμού της βλάβης που προκαλεί η χρήση σ’ αυτό αλλά και στην κοινωνία.
Τείνει να παρουσιάσει ως περίπου ανέφικτη αυτή την αλλαγή και ως μόνη ρεαλιστική λύση την νόμιμη χορήγηση της δόσης και έτσι τη διαιώνιση της παραμονής αυτού του ατόμου στην περιθωριοποίηση, την απάθεια, την αδιαφορία, την απώλεια της ανθρώπινης, δηλαδή της κοινωνικής ουσίας της υπόστασης του, στην οποία τον καταδικάζει η εξάρτησή του.
Μ’ αυτό τον τρόπο, όμως, η θεραπεία, ενδεδυμένη με τον ιατρικό της μανδύα, γίνεται το πιο αποτελεσματικό μέσον κοινωνικού ελέγχου όχι μόνο του συγκεκριμένου ατόμου αλλά όλου αυτού του πληθυσμού.
Χαρακτηρίζοντας τον τοξικομανή ως χρόνιο άρρωστο προσδίδει ένα σταθερό χαρακτήρα- πιθανώς και γενετικά καθοριζόμενο όπως υποστηρίζουν ορισμένοι – στη χρήση ουσιών και τον στιγματίζει ανεξίτηλα. Ο αποκλεισμός του στιγματισμένου από τις τάξεις των «κανονικών» αποβλέπει κατά πρώτο λόγο στο να εξουδετερώσει την απειλή που αυτός – μαζί με όλους τους «διαφορετικούς» - αντιπροσωπεύει για την κοινωνία. Η απειλή αφορά βασικά τη δημόσια τάξη και ασφάλεια αλλά και τις κυρίαρχες ιδεολογικές αντιλήψεις και αξίες. Μέσα από την δημόσια προβολή από τον Τύπο – και όλα τα ΜΜΕ – της συγκεκριμένης εικόνας του τοξικομανή ως ασθενούς και μέσα από τη μετατροπή του σεαντικείμενο συζήτησης ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες και ιδεολογικούς χώρους διαμορφώνονται οι όροι του στιγματισμού του και τροφοδοτούνται οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις σε βάρος του ίδιου και του άμεσου, οικογενειακού και άλλου περιβάλλοντός του.«Έτσι ο τοξικομανής είναι πολλαπλά αποκλεισμένος από τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρει μια κοινωνία στα μέλη της, ενώ μπορεί να του καταλογιστεί συγχρόνως ότι είναι υπαίτιος της κατάστασης του, επειδή ο ίδιος την έχει επιλέξει. Είναι ακριβώς αυτή η ιδιαιτερότητα που βασίζεται στην ελεύθερη επιλογή των ατόμων για χρήση καταστροφικών ουσιών, που κοστίζει τελικά στον τοξικομανή τον κοινωνικό του αποκλεισμό. Τα δικά του ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα καθορίζονται από τη σχέση που έχει ενίοτε με την ψυχιατρική, τη δικαιοσύνη ή τις κοινωνικές ομάδες που διαχειρίζονται θέματα τοξικομανίας στο δημόσιο χώρο, καθώς και με την πολιτική εξουσία.23
Μέσα σ’ αυτές τις δαιδαλώδεις διαδρομές εσωτερικεύει το ρόλο του εξιλαστήριου θύματος της οικογένειας και της κοινωνίας και διαμορφώνει ανάλογα τη συμπεριφορά του, με άξονα πάντα τη βία, προς τον εαυτό του και προς τους άλλους, μια βία που τροφοδοτεί το πλέγμα της παραβατικότητας και της καταστολής, μέσα στο οποίο εγκλωβίζεται τελικά.
Κουβαλώντας με ντροπή, πόνο και ενοχές το στίγμα του, μαστιγώνοντας ο ίδιος τον εαυτό του μέσα στην επώδυνη διαδικασία του αυτοστιγματισμού του, χάνεται στα βάθη της ανασφάλειας, του φόβου, της απαξίωσης και του κοινωνικού αποκλεισμού. Έχοντας εσωτερικεύσει την εικόνα του ανάξιου και αποτυχημένου δεν βρίσκει ούτε την δύναμη ούτε το κουράγιο να απευθυνθεί σ’ ένα πρόγραμμα απεξάρτησης και να ζητήσει βοήθεια. Είναι και αυτός ένας από τους λόγους που, μαζί με την έλλειψη θεραπευτικών προγραμμάτων, συμβάλλει στο να είναι μικρό σε σχέση με το σύνολο, το ποσοστό των τοξικομανών που απευθύνονται σε «στεγνά» θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης.
Ο στιγματισμός είναι ακόμα πιο μεγάλος όταν αφορά γυναίκες και μητέρες τοξικομανείς και γίνεται διπλός όταν πρόκειται για άτομα διπλής διάγνωσης, δηλαδή τοξικομανείς που παρουσιάζουν ταυτόχρονα και κάποιας μορφής ψυχική διαταραχή. Σ’ αυτές τις κατηγορίες των τοξικομανών η προσέλευση σε στεγνό πρόγραμμα απεξάρτησης είναι ακόμα πιο μικρή και η περιθωριοποίηση ακόμα μεγαλύτερη.
Η Τοξικομανία στον χώρο των κοινωνικά αποκλεισμένων
Το κοινωνικά αποκλεισμένο άτομο είναι τόσο εξατομικευμένο, τόσο ισοπεδωμένο από το βάρος του στίγματος και της κοινωνικής απομόνωσης τόσο αποθαρρυμένο που δεν μπορεί από μόνο του να αποτελέσει εστία ενεργητικής αντίστασης σ’ όλους εκείνους τους παράγοντες που προκαλούν και συντηρούν τον αποκλεισμό του.
Αντίθετα αναπτύσσει εύκολα εξαρτήσεις από νόμιμες και παράνομες ουσίες, στην απεγνωσμένη «επιχείρηση φυγής» απ’ την τραγική καθημερινότητα.
Τα ποσοστά της τοξικομανίας στον χώρο των κοινωνικά αποκλεισμένων είναι υψηλά, μολονότι υπάρχουν σοβαροί μεθοδολογικοί περιορισμοί, που αφορούν τη συλλογή, την καταγραφή και τη συγκριτική εκτίμηση των δεδομένων.
Με βάση, πάντως τα στοιχεία που διαθέτει αυτή τη στιγμή το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα ναρκωτικά (EMCDDA) η κατάσταση είναι τραγική.26
Έχει βρεθεί ότι το 45.8% των τοξικομανών στην Ευρώπη είναι άνεργοι. Στην Ελλάδα το ποσοστό είναι ακόμα πιο υψηλό, φτάνοντας το 64,3%. Από τα επίσημα στοιχεία συνάγεται επίσης ότι ο μισός σχεδόν πληθυσμός των τοξικομανών που απευθύνεται σε θεραπευτικά προγράμματα έχει εγκαταλείψει το σχολείο ή έχει εκδιωχθεί απ’ αυτό και δεν έχει καν ολοκληρώσει την πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Στο χώρο των φυλακισμένων περισσότεροι από τους μισούς (54%) κάνει χρήση ουσιών μέσα στη φυλακή και μάλιστα ενδοφλέβια (το 34%). Ένα μεγάλο ποσοστό αυτών (το 3-26%) άρχισε τη χρήση ενώ βρισκόταν στη φυλακή.
Σε σχέση με τους μετανάστες δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Από το ΕΚΤΕΠΝ γνωρίζουμε μόνο ότι το 1,4% των τοξικομανών που απευθύνθηκαν σε θεραπευτικά προγράμματα το 2002 ήταν μετανάστες.
Υπάρχουν σοβαρές μελέτες σε πληθυσμούς αστέγων της Δανίας, της Γαλλίας και της Ιρλανδίας, που επιβεβαιώνουν τα μεγάλα ποσοστά τοξικομανίας. Η Ολλανδία και η Μ. Βρετανία αναφέρουν ποσοστά τοξικομανίας 14-80% στους αστέγους που ζουν σε πρόχειρα καταλύματα και ακόμα μεγαλύτερα σ’ εκείνους που ζουν στο δρόμο. Από τα του ΕΚΤΕΠΝ φαίνεται ότι το 4,9% των χρηστών που απευθύνθηκαν σε θεραπευτικά προγράμματα μέσα στο 2001 ήταν άστεγοι.
Τα παιδιά των τοξικομανών που οι γονείς τους συνεχίζουν να κάνουν χρήση έχουν διπλάσια πιθανότητα να εγκαταστήσουν κάποια τοξικομανία. Θεωρείται ότι αυτά τα παιδιά έχουν επικράτηση τοξικομανίας 37-49% στη διάρκεια της ζωής τους σε σύγκριση με ένα 29-39% των παιδιών των μη-χρηστών.
Τα παιδιά που έχουν υποστεί κακοποίηση (σεξουαλική και άλλη) μέσα και έξω από την οικογένεια έχουν πολλαπλάσια πιθανότητα να αναπτύξουν τοξικομανία. Από σχετική έρευνα στην Πορτογαλία φαίνεται ότι αυτή είναι επταπλάσια.
Στα παιδιά του δρόμου τα ποσοστά της τοξικομανίας είναι επίσης υψηλά, 2-8- φορές μεγαλύτερα από ότι στον υπόλοιπο πληθυσμό. Οι ουσίες που χρησιμοποιούν αυτά τα παιδιά είναι βασικά το κρακ, η ηρωίνη και τα διαλυτικά.
Μεγάλα ποσοστά τοξικομανίας, ανευρίσκονται επίσης στα παιδιά που ζουν σε αναμορφωτήριο και δεν παρακολουθούν σχολείο. Στη Γαλλία το ποσοστό αυτό φτάνει το 65%, ενώ στη Φινλανδία το 40%.
Μια ποιοτική μελέτη σε πόρνες της Ιταλίας έχει δείξει ότι άλλες κάνουν χρήση ναρκωτικών για να αντέξουν τις συνθήκες της ζωής τους ενώ άλλες κάνουν πορνεία για να εξασφαλίσουν τα ναρκωτικά τους.
Τέλος πρέπει να πούμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό των ασθενών που βρίσκονται σε ψυχιατρεία ή άλλες ψυχιατρικές υπηρεσίες κάνει χρήση ναρκωτικών. Από σχετικές έρευνες στη Δανία το ποσοστό αυτό – με βάση τα στοιχεία του EMCDDA– φτάνει το 50-60%.
Κοινωνική Επανένταξη ή κοινωνικός έλεγχος;
Η άρση των όρων του κοινωνικού αποκλεισμού του τοξικομανούς συνεπάγεται τη ρήξη του όχι μόνο με τη χρήση ουσιών, αλλά κυρίως με την ίδια την εξάρτηση ως λειτουργία και ως τρόπο ζωής.
Αυτή η διαδικασία- επίπονη, δύσκολη και χρονοβόρα- της ρήξης με την εξάρτηση είναι ταυτόχρονα μια διαδικασίαμετάβασης με νέο ρόλο στο κοινωνικό γίγνεσθαι, πραγματικής συμμετοχής του σε μια κοινωνική ζωή. Είναι μια διαδικασία άρσης των όρων της απόταξης του συγκεκριμένου υποκειμένου από το κοινωνικό σώμα, μια διαδικασία προοδευτικής κοινωνικοποίησής του, μέσα από την υπέρβαση της ελλειμματικότητας που προϋπήρχε της εξάρτησής του. Κατά τη Σωσώ Τσίλη23 πρόκειται για μια διαδικασία αναστολής των κοινωνικών μηχανισμών που δημιουργούν και επαναδραστηριοποιούν την απόρριψή του. Σ’ αυτό ανάγεται, σε τελευταία ανάλυση, ολόκληρη η θεραπεία απεξάρτησης και κοινωνικής του επανένταξης.
Απεξαρτημένο δεν είναι το άτομο που απλά και μόνο έχει διακόψει προσωρινά τη χρήση ψυχοδραστικών ουσιών. Απεξαρτημένο πρέπει να θεωρείται το άτομο που έχει πραγματοποιήσει, στα πλαίσια της θεραπευτικής διαδικασίας απεξάρτησης, βαθιές αλλαγές στις ψυχολογικές του λειτουργίες, στον τρόπο που σκέφτεται, που εκφράζει τα συναισθήματά του, που κάνει αληθινές σχέσεις επικοινωνίας. Μέσα απ’ αυτές τις αλλαγές αυτό το άτομο γίνεται ικανό να αναπτύσσει τη δική του κριτική σκέψη και να διατυπώνει το δικό του ανεξάρτητο λόγο. Γίνεται ικανό να ξεπερνά τις τάσεις της παραίτησης και της εξατομίκευσης, να εντάσσεται σε συλλογικότητες και να λειτουργεί ομαδικά, να θέτει και να κατακτά υψηλούς στόχους, να είναι δημιουργικό, να δίνει αξία στον εαυτό του και να παίρνει αναγνώριση της αξίας του από τους άλλους. Μέσα σ’ αυτή τη δύσκολη, καθόλου ευθύγραμμη πορεία, με βήματα προς τα εμπρός αλλά και προς τα πίσω, όταν δυσκολεύεται να ξεπεράσει τα εμπόδια και γλιστρά στην υποτροπή, αποκτά, με τη βοήθεια του θεραπευτικού πλαισίου, συνείδηση όλων εκείνων των παραγόντων, ατομικών και ομαδικών που το ώθησαν– και ωθούν χιλιάδες νέους καθημερινά – στον κόσμο των ουσιών και στην εξάρτηση.
Μέσα σ’ αυτή την πορεία αποκτά τη δική του ανεξάρτητη κοινωνική υπόσταση και ταυτότητα, διεκδικεί τα δικαιώματα του, ατομικά, κοινωνικά, πολιτικά, ανθρώπινα και δίνει προσωπικό νόημα και περιεχόμενο στη ζωή του. Σ’ αυτό ανάγεται η κοινωνική του επανένταξη, που θέτει ως πρώτους στόχους την ουσιαστική εργασιακή αποκατάσταση, την ανεξάρτητη από τους γονείς διαβίωση, την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας και των νομικών εκκρεμοτήτων που κουβαλά από το παρελθόν, έχει όμως ως τελικό της στόχο την κατάκτηση της αυτονομίας του σε όλα τα επίπεδα. Μέσα σε μια κοινωνία εξατομίκευσης και αποκλεισμού αποκτά ιδιαίτερη σημασία η κατάκτηση, σ’ αυτή την πορεία της κοινωνικής επανένταξης, του πνεύματος συλλογικότητας, της δημιουργικής έκφρασης, της πραγμάτωσης δυνατοτήτων, της ανάπτυξης ικανοτήτων, της πολύπλευρης γενικά ανάπτυξης της προσωπικότητας του απεξαρτημένου. Αυτό που αλλάζει επίσης είναι η σχέση του με το χώρο και το χρόνο, τον προσωπικό και τον κοινωνικό.
Στη βάση αυτής της αλλαγμένης ποιοτικά σχέσης ο απεξαρτημένος γίνεται ικανός να αντιστέκεται στην πίεση της καθημερινότητας και να μη βουλιάζει κάτω από το βάρος της, να μην πνίγεται μέσα στην ανωνυμία, τη συμβατικότητα, τη ρουτίνα. Η Τέχνη συμβάλει στην κατάκτηση όλων αυτών των μεγάλων στόχων δίνει τα μέσα για την επανεύρεση του χαμένου ουτοπικού ορίζοντα. Γιατί η Τέχνη ενυπάρχει στη ζωή και φανερώνει την ουτοπική διάσταση του μέλλοντός της. Οι ρίζες της Τέχνης βρίσκονται μέσα στην ίδια διαδικασία της παραγωγής και αναπαραγωγής της ανθρώπινης ζωής, στην εργασία ως μεταβολισμό του ανθρώπου και της φύσης. Δεν είναι «μια μορφή κοινωνικής συνείδησης», αλλά η αντικειμενοποίηση ουσιαστικών δυνάμεων της ανθρώπινης ύπαρξης. Σ’ αυτά τα πλαίσια γίνεται καταλυτικός ο ρόλος της Τέχνης στην θεραπευτική διαδικασία της απεξάρτησης και της κοινωνικής επανένταξης.
Εκείνο που, κυρίως, επιδιώκεται στα πλαίσια της θεραπευτικής διαδικασίας απεξάρτησης, είναι η αναδόμηση των κοινωνικών και οικογενειακών δεσμών που είχαν διαρραγεί μέσα στον κόσμο των ουσιών. Αυτή η αναδόμηση προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα και ενέργειες τόσο από την πλευρά του εξαρτημένου, της οικογένειας του και του θεραπευτικού πλαισίου στο οποίο έχει ενταχθεί, όσο και από την πλευρά της Πολιτείας και της Κοινωνίας.
Στην πράξη αυτό που κυριαρχεί σήμερα στο χώρο της απεξάρτησης είναι η προκλητική αδιαφορία της Πολιτείας για μια πραγματική, ισότιμη, κοινωνική επανένταξη των απεξαρτημένων. Όχι μόνο απουσιάζει παντελώς από τον Ελληνικό χώρο μια κεντρικά σχεδιασμένη πολιτική κοινωνικής επανένταξης αλλά υπονομεύονται στην πράξη και αυτές οι προσπάθειες των «στεγνών» προγραμμάτων να αναδείξουν την κρισιμότητα του ζητήματος και να διεκδικήσουν μέτρα.
Προωθώντας συστηματικά τη συντήρηση της εξάρτησης μέσα από την εφαρμογή των προγραμμάτων υποκατάστασης κάθε τύπου οι αρμόδιοι δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να περιορίζουν ασφυκτικά την διαδικασία της κοινωνικής επανένταξης στην προκρούστεια κλίνη που επιβάλει η πολιτική της «μείωσης της βλάβης».
Αυτό γίνεται με πολλούς τρόπους:
1) Μέσα από την άρνηση της Πολιτείας στην πράξη, να πάρει μέτρα ουσιαστικής αντιμετώπισης της ανεργίας, της οικονομικής δυσπραγίας, της έλλειψης στέγης, των κινδύνων της φυλακής, της καταπάτησης των βασικών κοινωνικών, πολιτικών, ανθρώπινων δικαιωμάτων των απεξαρτημένων, την αδιαφορία της αντιμετώπισης δηλαδή όλων εκείνων των προβλημάτων που δρούν ως παράγοντες υποτροπής.
2) Μέσα από την συντήρηση και αναπαραγωγή, με την συνδρομή και της επίσημης ψυχιατρικής, όλων των κοινωνικών στερεοτύπων που στιγματίζουν ως χρόνιο ασθενή και περιθωριοποιούν τον τοξικομανή.
3) Μέσα από το ισχύον κατασταλτικό, νομικό και δικαστικό οικοδόμημα που τον εξοντώνει ως άνθρωπο, ενισχύοντας τους παράγοντες που τον ωθούν στην υποτροπή και την επιστροφή του στον κόσμο των ουσιών, απ’ όπου είχε με την θέληση του δραπετεύσει.
Είναι φανερό ότι η Πολιτεία αυτό που θέλει με κάθε τρόπο να εμποδίσει είναι η πορεία των απεξαρτημένων προς την κατάκτηση της πλήρους και σε όλα τα επίπεδα αυτονομίας τους. Στόχος της-φανερός αλλά όχι ομολογημένος- είναι να ακυρώσει άμεσα και έμμεσα κάθε μορφής αντίσταση του απεξαρτημένου στις δυνάμεις της βιοεξουσίας.
Σ’ αυτή τη βάση, η πλάστιγγα του κράτους κλίνει φανερά υπέρ των κάθε είδους υποκατάστατων. Αυτά, τουλάχιστον, μπορούν να συντηρήσουν το καθεστώς του θεσμοθετημένου ελέγχου όλης αυτής της κοινωνικής ομάδας, στην οποία δίνονται τα υποκατάστατα.
Αυτά μπορούν να εξασφαλίσουν μια ιδιότυπη συμμετοχή στην κοινωνία μέσα από την ένταξη στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, υπό την ιδιότητα του «ασθενούς», που η ασθένεια του, του επιτρέπει να συμμετέχει μόνο σ’ αυτή τη συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής ζωής στην οποία ανάγεται η διαδικασία χορήγησης του υποκατάστατου, που έρχεται να αντικαταστήσει ή να συμπληρώσει, τη συναλλαγή για τη δόση.
Απ’ αυτή την άποψη το πραγματικό περιεχόμενο της κοινωνικής επανένταξης είναι η διαρκής σύγκρουση σε όλα τα επίπεδα του απεξαρτημένου με όλες τις δυνάμεις και τους μηχανισμούς χειραγώγησης της συνείδησης του, ομαλοποίησης της συμπεριφοράς και κοινωνικού ελέγχου. Και είναι αυτό ακριβώς το περιεχόμενο που διαφοροποιεί την έννοια της κοινωνικής επανένταξης από αυτήν της κοινωνικής αποκατάστασης, που έχει ως περιεχόμενό της την προσαρμογή του ατόμου στην κοινωνικά αποδεκτή νόρμα.
____________________________________________________________
*Ψυχίατρος , Επιστημονικά Υπεύθυνη της Μονάδας Απεξάρτησης Ψ.Ν.Α 18 ΑΝΩ. Κοινωνία και Ψυχική Υγεία – Τεύχος 1ο Οκτώβριος 2006.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
1.Miguel Benasayag , Gerard Schmit “Les passions tristes” ed La Decouverte Poche - 2006
2.Thomas Lemke“Marx Sans guillemets: Foucault, la gouvernementalite el la critieue du neoliberalisme”. Actuel Marx No 36, 2004
3.Herny A. Giroux“Global capitalism and the return of the garrison state”. Arena Journal 19, 2002, σελ. 141 – 160
4.R. Castel“Les marginaux dans l’ Listoire”, στο “L’ exclusion L’ état des savoirs” ed La Decouverte, 1996
5.Bryan D Palmer «Κουλτούρες της νύχτας» Εκδόσεις Σαββάλας ,2006 σελ. 6
6. βλ.ο.π.π σελ. 26
7Arlette Farge«Ο ζητιάνος. Ένας περιθωριακός;» Εκδ. Ροές–Δοκίμια.
8.Νίκος Καραπιδάκης «Περιθωριακοί στη Μεσαιωνική Δύση»Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 16/12/2004 στο Ένθετο «Ιστορικά» « Οι περιθωριακοί».
9. R. Castel «Les pièges de l’exclusion Lien social et politiques» RIAC 1995
10.Chantal Guerin ‘’L’exclusion et son contraire’’ στον συλλογικό τόμο ‘’Aux frontiers du social – 'L’exclu' sous la direction d’ AlainGauthier’’– ed L’Harmattan, 1997
11.Zygmound Bauman«Σπαταλημένες ζωές. Οι απόβλητοι της νεωτερικότητας» Εκδ. Κατάρτι, 2005, σελ. 116
12.Patrick Baudry “L’asocial” “Aux frontières du social, 'L’exclu' sαns la direction de Alain Gauthier’’,σελ. 85-104
13.Γ. Πανούσης «Ο 'γεννημένος εγκληματίας' ξαναγεννιέται;»Εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 31-8-2006
14.Σ. Μιχαήλ «Βιοεξουσία και απελευθέρωση» « Τετράδια Ψυχιατρικής» Νο 67.
15.M. Foucault «Για την υπεράσπιση της κοινωνίας» Εκδ. Ψυχογιός Αθήνα 2002.
16.Τζένη Καβουνίδη «Κοινωνικός αποκλεισμός, έννοια, κοινοτικές πρωτοβουλίες, ελληνική εμπειρία και διλήμματα πολιτικής» στο «Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα» ΕΚΚΕ 1996, τομ. Α: σελ. 47-79.
17.Δέσποινα Παπαδοπούλου «Η φύση του κοινωνικού αποκλεισμού στην ελληνική κοινωνία» στο «Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός» βλ.17, σελ. 367-398 , εκδ. Εξάντας, 2004
18.Walker A.,Walker C. “Britain divided:the growth of Social Exclusion in the 1980 and 1990’s”London:Child Poverty Action Group, 1997, αναφέρεται στο άρθρο του Ruth Levitas: «Η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού και η νέα ντορκεμιανή ηγεμονία» στο Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός εκδ. Έξαντας, Μ. Πετμετζίδου Χρ. Παπαθεοδώρου 2004
19.Serge Paugam “Pauvreté et exclusion. La force des contrastes sociaux” στο «L’exclusion L’ état des savoirs»,ed L’ Harmattan, 1996
20.Νίκος Φακολάς, Γιώργος Στυλιαράς, Καλλιόπη Μουλά «Ο κοινωνικός αποκλεισμός των απεξαρτημένων ατόμων» στο «Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα» τόμος Α΄, σελ. 331-365
21.Μαρία Καραμεσίνη «Ανεργία, φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός»στο Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός» σελ. 399 – 438.
22.Μ. Δρετάκη «Η διαιώνιση της φτώχειας στην Ελλάδα» Ελευθεροτυπία21-22/4/06
23.Σωσώ Τσίλη «Τοξικομανείς και κοινωνικός αποκλεισμός» στο «διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα» ΕΚΚΕ 1996,τομ. Β΄ σελ. 111-113
24.EMCDDA. Annual Report on the state of the drug problem in the European Union and Norway, 2002
Αναδημοσίευση από το αρχειακό ιστολόγιο της Πανελλαδικής Συσπείρωσης για την Ψυχιατρική Μεταρρύθμιση
ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ: ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΞΑΝΑΣΚΕΦΤΟΥΜΕ ΚΑΠΟΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Αναδημοσίευση από www.tvxs.gr
ΛΑΪΝΑΣ ΣΩΤΗΡΗΣ
Το παρόν κείμενο γράφτηκε με αφορμή τις εκδηλώσεις που διοργανώνονται από διάφορους φορείς, κυρίως του πεδίου των εξαρτήσεων, για την Παγκόσμια Ημέρα κατά των Ναρκωτικών (26/6/2015). Κατά τη γνώμη μου ο εορτασμός της περίφημης Παγκόσμιας Ημέρας κατά των Ναρκωτικών θα είχε κάποιο νόημα, αν αποτελούσε αφορμή για περίσκεψη και αναστοχασμό, για κριτική των κακώς κειμένων, αλλά και για να δοθεί ελπίδα.
Ελπίδα ότι το πρόβλημα της εξάρτησης δεν είναι ένα άλυτο πρόβλημα, αλλά ένα πρόβλημα που μέσα από προσωπικό και συλλογικό αγώνα μπορεί να επιλυθεί. Ένα πρόβλημα για το οποίο δεν υπάρχουν μονόδρομοι για την επίλυση του, αλλά αντίθετα υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί τρόποι υπέρβασης του. Ένα πρόβλημα που μπορεί να επιλυθεί με πολλούς τρόπους, τους οποίους ενώνει μια κοινή συνισταμένη: Ο προσωπικός αγώνας του ίδιου του εξαρτημένου για να αλλάξει και η αναγκαιότητα συλλογικής και αλληλέγγυας δράσης. Σε αυτό το πλαίσιο ακολουθούν οι παρακάτω σκέψεις:
- Πέρα από τις επιμέρους διαφωνίες σε επιστημονικό επίπεδο, θα πρέπει να υπάρχει συμφωνία για το στόχο των υλοποιούμενων παρεμβάσεων. Ο τελικός στόχος οφείλει να είναι η χειραφέτηση των εξαρτημένων και η ανάκτηση της αξιοπρέπειας τους. Οφείλουμε να αντιταχθούμε σε λογικές απλής διαχείρισης του προβλήματος και στην παραδοχή ότι κάποιοι συμπολίτες μας είναι «καμένα χαρτιά» ή πολίτες «δεύτερης κατηγορίας». Η εμπειρία τόσων ετών μας διδάσκει ότι ο κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να τα καταφέρει. Όπως μια κοινωνία δεν έχει το δικαίωμα να αφήνει τα μέλη της να πεθαίνουν και άρα δικαίως εφαρμόζει πολιτικές που μειώνουν τη βλάβη, άλλο τόσο μια κοινωνία δεν έχει κανένα δικαίωμα απλά να διαχειρίζεται τέτοια προβλήματα και να μη δίνει σε μέρος των πολιτών της, το δικαίωμα της ισότιμης συμμετοχής στα κοινά.
- Η αντιμετώπιση της εξάρτησης δεν σχετίζεται απλά με την παροχή πόρων. Σχετίζεται κυρίως με μια άλλη πολιτική, που αναγνωρίζει τις αδυναμίες των κυρίαρχων επιστημονικών προσεγγίσεων στην ερμηνεία και αντιμετώπιση του φαινομένου, που αναγνωρίζει την αξία του πρωταγωνιστικού ρόλου των άμεσα ενδιαφερομένων, που θέτει σε αμφισβήτηση την κυριαρχία των ειδικών και των φαραωνικών οργανισμών επίλυσης της εξάρτησης. Μια άλλη πολιτική που θέτει στο επίκεντρο τον πάσχοντα πολίτη και τις ανάγκες του, μια πολιτική που συνδέει τις αιτίες διόγκωσης του προβλήματος της εξάρτησης με την περιρρέουσα κοινωνικοπολιτική και πολιτισμική κρίση. Η συζήτηση για την αύξηση των πόρων έχει νόημα μόνο αν τίθεται ως μέρος της συζήτησης για μια άλλη πολιτική.
- Η αντιμετώπιση της εξάρτησης απαιτεί ρήξη με τους μηχανισμούς αλλοτρίωσης που γεννούν το πρόβλημα. Στους μηχανισμούς αυτούς υποκείμεθα όλοι μας. Οι πολιτικοί που θα μιλήσουν με πύρινο λόγο για τη «μάστιγα» των ναρκωτικών και θα συνεχίσουν να υπηρετούν πολιτικές που γεννούν τα ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Οι πολίτες που θα είναι συμμετοχικοί σε κάποιο από τα «δρώμενα» εκείνης της μέρας και θα γυρίσουν το βράδυ στον αναπαυτικό καναπέ του προστατευμένου μικρόκοσμου τους. Οι ειδικοί που θεωρούν ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια, οι οργανισμοί αντιμετώπισης του προβλήματος που πολλές φορές αναπαράγονται και διογκώνονται ερήμην ή και εις βάρος του προβλήματος που καλούνται να επιλύσουν. Στους μηχανισμούς αλλοτρίωσης υπόκεινται και οι ίδιοι οι εξαρτημένοι. Όχι μόνο όταν βρίσκονται στην εξάρτηση, αλλά κάποιοι από αυτούς και όταν διακόπτουν τη χρήση και επιχειρούν να κερδοσκοπήσουν από το πρόβλημα που παραλίγο να τους στοιχίσει τη ζωή: Στήνουν παράνομα ιδιωτικά «θεραπευτήρια» ή εργάζονται σε αυτά και υπόσχονται (με υψηλό αντίτιμο) θεραπεία. Ξεχνούν ότι το βίωμα της ανάρρωσης προκύπτει μέσα από σχέσεις συγκίνησης και όχι μέσα από εμπορικές σχέσεις.
- Για να δώσουμε ελπίδα και προοπτική ότι υπάρχει λύση στο πρόβλημα της εξάρτησης, χρειαζόμαστε και γιορτές. Γιορτές όμως που στοιχίζουν ελάχιστα έως καθόλου, γιορτές που συγκροτούνται από τους άμεσα ενδιαφερόμενους και τις εκάστοτε τοπικές κοινωνίες, γιορτές που τη λάμψη τους την αντλούν από τους ίδιους τους ανθρώπους, που συμμετέχουν σε αυτές και δεν εξαρτώνται από γνωστά ονόματα καλλιτεχνών, από ακριβό φωτισμό και ήχο, από ακριβό προωθητικό υλικό. Γιορτές που εστιάζουν στην ουσία της συνάντησης των ανθρώπων και δεν αναπαράγουν λογικές εντυπωσιασμού και μάρκετινγκ, που θυμίζουν τους αιτιοπαθογενετικούς μηχανισμούς ψυχοκοινωνικών προβλημάτων, όπως η εξάρτηση.
Είναι εντυπωσιακό και συνάμα λυπηρό. Εμείς που επιχειρούμε να διδάσκουμε αυτογνωσία στα μέλη των προγραμμάτων απεξάρτησης και στους συγγενείς τους, να διοργανώνουμε φιέστες και πανηγύρια, που είναι τόσο μακριά από την πραγματικότητα του προβλήματος και την πραγματικότητα της χώρας σήμερα. Φιέστες των οποίων η οργάνωση έχει ανατεθεί σε «ειδικούς» της διαφήμισης και της επικοινωνίας και οι οποίες αναπαράγουν εν είδη μηνυμάτων (ή μότο κατά τη γλώσσα της διαφήμισης) ένα ηθικολογικό λόγο που στοχεύει στην άρση του αποκλεισμού των εξαρτημένων και στην «ευαισθητοποίηση».Μήπως είναι καιρός να ξανασκεφτούμε κάποια πράγματα; Να αφουγκραστούμε την κατάσταση σήμερα και να μην λειτουργούμε σαν μην έχει αλλάξει τίποτα; Να εγκαταλείψουμε τη μάχη της «επικοινωνίας» ή της προβολής και να θυμηθούμε ότι το ζητούμενο είναι να κερδίσουμε τη μάχη της απεξάρτησης και της πρόληψης στις καρδιές των ανθρώπων με μια διαφορετική πράξη; Να εγκαταλείψουμε τη λογική του “lobbying” και να επιχειρήσουμε να δημιουργήσουμε πραγματικούς δεσμούς με κοινωνικά κινήματα, φορείς και πολίτες; Να ξαναθυμηθούμε ότι οι λαμπρότερες σελίδες της απεξάρτησης διεθνώς, είναι όσες χαρακτηρίζονται από ανατρεπτικές λογικές, συλλογική δράση, πρωταγωνιστικό ρόλο των άμεσα ενδιαφερομένων και ακύρωση των λογικών ανάθεσης στους «παντοδύναμους» ειδικούς;
Υ.Γ: Οι παραπάνω σκέψεις όσο και αν φαίνονται διδακτικές ή ως αφ’ υψηλού κριτική δεν τοποθετούν το γράφοντα έξω από τον κύκλο της περιγραφόμενης αλλοτρίωσης. Αντίθετα αποτελούν μια προσπάθεια υπόμνησης του περιβάλλοντος, στο οποίο κινούμαστε όλοι και μια απόπειρα συμβολής στη δημιουργία όρων αντίστασης σε αυτό.
* Ο Σωτήρης Λαϊνάς είναι ψυχολόγος, MSc Κοινωνικής Κλινικής Ψυχολογίας των Εξαρτήσεων, Διδάκτορας Ψυχολογίας Α.Π.Θ., Συντονιστής Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας ΑΠΘ